Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2006

Χρωστάω 2...

Και φυσικά είχα στραμπουλήξει πολύ άσχημα πόδι (προμήνυμα υποχρεωτικού περπατήματος). Και φυσικά βιαζόμουν (κάτι θα συνέβαινε στο αυτοκίνητό μου- μάααγα είμαι?). Λίγο πριν ξεκινήσω, ο 82-άχρονος γείτονας μου έξυσε πόρτα-φτερό-φανάρι (του «ξέφυγε» λιγουλάκι το αμάξι). Και φυ-σι-κά η κηδεία γινόταν στην άλλη άκρη του λεκανοπεδίου, με τον καύσωνα να έχει πιάσει ψιλό γαζί την ανύπαρκτη αντοχή μου στον ήλιο (θα μου πεις τι, καλοκαίρι δεν θα πεθαίνουμε?).


Τεσπα, αφού γλυτώσα το πάτημα ενός smart μπροστά (κοκκάλωνε ακόμη και στο πράσινο κύμα) & τις φάπες με τον πίσω νταλικιέρη (που θα μας πάταγε και τους δύο ευχαρίστως), φτάνω την ώρα που ξεκινά επισήμως η πρώτη ψαλμωδία. Μπροστά στο λυπηρό της τελευταίας συνοδείας και τη θλίψη που ανεβαίνει στον καθένα μας για τους δικούς του νεκρούς, τι ανακούφιση να υπάρχουν όλα αυτά τα τυπικά: λουλούδια στο έμπα - χορηγία νυχτερινών κέντρων (ας κάνουμε δωρεές εις μνήμην). Στεφάνια αν είσαι πολύ «δικός» (χρυσός χορηγός!). Καρτελάκια ή βιβλίο με στοιχεία να σου στείλουν το (τυπωμένο πια) ευχαριστήριο καρτάκι (γραμματοκιβώτιο 2006, λογαριασμοί, διαφημιστικά, καρτάκι με διαγώνια μαύρη γραμμή).

Μετά το πραγματικά δύσκολο μέρος, να συλληπηθείς την οικογένεια. Αν είσαι δικός, κλαις, αγκαλιάζεις, φιλάς και δε χρειάζεται άλλο. Αν είσαι λίγο πιο «έξω», συνεχίζεις. Ανάβεις κερί, συμπάσχεις σε όλη την επιμνημόσυνη δέηση, προσπαθείς να μην πιάσεις ψιλή κουβέντα (ανθρώπινο, στα ζόρια). Συνοδεύεις στον τάφο, πετάς ένα λουλούδι στο φέρετρο & μετά ανάπαυσις.

Καφές-σφηνάκι, κονιάκ-μπόμπα, παξιμάδι-οβίδα. Αποσυμπίεση με τους κλασσικούς κομπάρσους σε γάμο-βαφτίσια-κηδεία (μ’αυτή τη σειρά, το διαζύγιο δεν σηκώνει τραπέζωμα!).Τι ανακούφιση να υπάρχουν όλα αυτά τα τυπικά. Ανούσια μεν, σωτήρια δε. Ενας μικρός «τυφλοσούρτης» για το τι προβλέπεται σε τέτοιες δύσκολες στιγμές. Οι τσέπες στο παντελόνι σου, να έχεις κάτι να κάνεις με τα χέρια σου. Σελοτέηπ στην αμηχανία σου, την κολλάς πάνω σου και δεν φαίνεται πολύ.


Λοιπον, το εκκλησάκι ήταν πολύ μικρό, ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. Από δεξιά προς τα αριστερά, τοίχος, καρέκλες συγγενών, διαδρομάκι ίσα-ίσα, φέρετρο, διαδρομάκι, καρέκλες, τοίχος. Μπαίνοντας έβλεπες το «πάνω» μέρος του ξύλου, τίγκα στο άνθος το λευκό. Ζέστη, ιδρωτίλα, βαρειά μυρωδιά ακόμη κι απ’τα λουλούδια. Πατείς-με πατώ-σε (όσος χώρος και να υπάρχει, εκεί που στριμώχνονται όλοι, εκεί κολλάν κι οι υπόλοιποι, να θέλει ο πόνος μπράτσα να ζουλιούνται?).

Κουτσαίνω να συλληπηθώ. Δάκρυα πολλά, δεν έβλεπα την τύφλα μου. Ζοριζόμουν. Περίμενα κάτι παππούδες να κινηθούν αργά στη σειρά. Μπαστούνια, βαστάζοι, αστάθειες. Ζουπιέμαι κι εγώ στις Συμπληγάδες, δεξιά συγγενείς, αριστερά φέρετρο (δεν το κοίταξα, δεν το άντεχα σας λέω). Σκύβω, τους φιλώ, σφιχτές αγκαλιές, πόνος για το «τελεσίδικο».

Με εμβολίζει μια γιαγιά που βιαζόταν, μου πατάει (φυσικά) το στραμπουληγμένο πόδι (yelp!). Γυρνάω από την άλλη να στηριχτώ στο φέρετρο να μην σαβουριαστώ, ο αγκώνας μου περίμενε να πιάσει ξύλο, έπιασε κάτι που υποχώρησε, σαβουριάστηκα μες τα καλάθια που έχουν από κάτω για να μπαίνουν οι ανθοδέσμες που δεν χωράν «στα πόδια» του νεκρού. Λέλουδα, ζελατίνες, ψυξομάντηλα στον αέρα, ψιλοπανικός. Στηρίζομαι στο φέρετρο να σηκωθώ. Υποχωρεί πάλι το χέρι μου, αλλά ελεγχόμενα, σηκώνομαι, τι να δω: ΑΝΟΙΧΤΟ! Κάγγελο! Στους 10 πόντους από τον θανόντα.

Εκείνη τη στιγμή κάποια γιαγιά όρμησε κι άρχισε να χαϊδεύει τον λατρεμένο της στα μάγουλα. Οπισθοχώρησα (λέμε τώρα) να συνέλθω. Σοκ. Ντροπή. Απροετοίμαστη. Ανίδεη. Εξοικίωση μηδέν. Τι μηδέν, αρνητική. Δεν έχω ξαναδεί νεκρό. Ούτε από κοντά, ούτε από μακρυά. Ποτέ μου. Ημουν λοιπόν τυχερή ως τώρα.

Ναι, δεν ήταν από ατύχημα, δεν είχε αυτοκτονήσει, δεν είχε δολοφονηθεί, δεν σκοτώθηκε σε πόλεμο ή τρομοκρατική επίθεση. Δεν ήταν μωρό, παιδί, έφηβος, έγκυος, που σε πιάνει τρέλλα. Δεν ήταν καν παραμορφωμένος. Είχε την γαλήνη του «δεν είμαι πια εδώ, ευχαριστώ για την παρέα σας», με χάρη & ευγένεια παλιάς εποχής. Αλλά φρικάρισα. Εντελώς. Πέραν του ότι έγινα ρεζίλι με την τούμπα και το ξάφνιασμά μου, όλοι οι άλλοι έδειχναν να το αντιμετωπίζουν εντελώς φυσιολογικά.

Με τρόμαξε το ότι ο άνθρωπος που θυμόμουν να ζει, να κουνιέται, να μιλάει, τώρα ήταν σκέτο σώμα. Βαρύ. Ακίνητο. Βάρκα καταμεσής ολόισιας λίμνης, μ’άπνοια τυλιγμένη. Τρόμαξα. Κανείς δε με είχε προειδοποιήσει γι’αυτό. Ανοιχτό φέρετρο? Καλοκαιριάτικα αν μη τι άλλο?


Βγήκα έξω, έκατσα κι έκλαιγα μόνη μου. Σοκαρισμένη. Και σε λίγην ώρα είδα την τρυφεράδα που υπάρχει σε μια τέτοια κίνηση. Κάτι πιο πρωτόγονο: να τον τιμήσουν, να τον χαιρετήσουν, να τον κρατήσουν λίγο ακόμα. Και λίγο ακόμα. Κι ήταν συγκινητικό να το βλέπεις έτσι.

Η ταραχή δε μπορούσε φυσικά να μου φύγει έτσι εύκολα. Περίμενα τον άντρα μου να με... μαζέψει να πάμε χεράκι-χεράκι στο κυλικείο. Και σχετικά ήρεμος να είσαι, τέτοιες ώρες θες τον άνθρωπό σου σε αυτόν τον καφέ. Φυ-σι-κά είχε πάει στο διπλανό νεκροταφείο – δε ρωτάει ποτέ για οδηγίες. Πάλι καλά που είχα κλείσει το κινητό, φαντάζεστε ποιά στιγμή θα βάραγε, ε? Στην τούμπα... Και φυ-σι-κά τον έκλεισε μια νεκροφόρα και με βρήκε πολύυυυ μετά. Μπαρούτι.

Να πω κι ότι το κυλικείο, λόγω ανακαίνισης, μεταφέρθηκε σε ένα καφενείο της συμφοράς, 4 τετράγωνα απ'το νεκροταφείο? Κι η πομπή όπως έχει την τάση ν’ακολουθεί όποιον μπαίνει μπροστάρης, πορεύτηκε με μια παρέα που πήγαινε... να ξεπαρκάρει, 3 τετράγωνα στη αντίθετη κατεύθυνση. Μερικοί από τους αυτής της κηδείας δε, περικύκλωναν το νεκροταφείο δεξιόστροφα, οι άλλοι αριστερόστροφα, και πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλον ψάχνοντας τον καφέ. (Πονεμένο πόδι: μαγνήτης ξενυχιάσματος).


Αχ, η ζωή πραγματικά συνεχίζεται. Η ταφή είναι πια μικρή-πικρή παρένθεση στην καθημερινή μας τρέλλα (ο άνθρωπος ποτέ). Σας ευχαριστώ κύριε Λ. Τώρα κατάλαβα τον αδερφό μου που δε με άφησε να δω τον πατέρα μας. Είναι πολύ για μένα. Δεν μπόρεσα καν εσάς να κοιτάξω και να στείλω τελευταίο χαιρετισμό με τα μάτια. Συγνώμη που ήμουν λίγη. Σας χρωστώ όμως το ότι μου δώσατε ένα μάθημα. Απ’τον τάφο. Κι αυτό σημαίνει ότι εξακολουθείτε να προσφέρετε, όπως και τότε. Ακόμη κι έτσι.

Σας ευχαριστώ.

Σας το χρωστούσα.

Aphrodite said... in doncat, post "Χρέη", του φιλοξενούμενου Andy Dufresne, 22.06.06. Oι μοναδικές φωτογραφίες (εκτός της πρώτης), είναι του Stavros p(isisdoros).