Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2006

Xρωστάω 1...

Εχει σχεδόν καινούριο Χρόνο έξω... Και θέλω να χαιρετίσω τον παλιό, με μια κηδεία μεν, αλλά και μια γέννα, να συνεχίζει το νήμα. Ετσι πάει, τιμή στις παλιές τις άξιες ζωές και χώρο στις καινούριες...

Τι σας χρωστώ κ. Δ.Λ.
(Το τελευταίο δεν το ήξερα μέχρι σήμερα, 23.06.06.)

Πετάξατε στους αιθέρες. Ταξιδέψατε πολύν κόσμο. Τους ξαναφέρατε σώους, αβλαβείς και φρέσκους, για χρόνια. Και χωρέσατε στην καρδιά σας τόσες πίκρες ( ο καθένας ξεφόρτωνε και κάτι, στην μεγάλη σας ψυχή) που στο τέλος την ξοδέψατε όλη. Στους άλλους. Για σας δεν κρατήσατε τίποτα.


Οπότε άρχισε να γίνεται ίσκιος η καρδιά σας. Αναλώθηκε τόσο στο καλό των άλλων, που και τα stents χαρίστηκαν (θα έπιαναν κάπου τόπο...). Και γλυστρήσατε απαλά, διακριτικά, σαν gentleman μέχρι τέλους. Ανάμεσα στην οικογένεια, το καλύτερο κατευόδιο που μπορεί να ευχηθεί άνθρωπος για συνάνθρωπο...

Σας χρωστώ το ότι μάθατε στο γυιό σας ήθος και φιλία και αγάπη. Ναι, αυτά και τα τρία θέλουν εκμάθηση: η μαγιά υπάρχει, η μάνα βάζει και τα άλλα υλικά & τα ζυμώνει, αλλά ο πατέρας είναι που θα τα ψήσει στο γυιό.


Και μέσα από τα μάτια του γνώρισα τον άντρα μου καλύτερα. Τον είδα σα φίλο με τους φίλους του. Χάρηκα που είχε το γυιό σας, τον πολύτιμο, για φίλο. Που ήταν ο μόνος που πρόλαβε να με χορέψει στο γάμο μας, μια και στο δεύτερο τραγούδι άρχισε εκείνο το τρομακτικό αναφυλακτικό σοκ (άλλο ποστ αυτό... the story of my life!).
Στην αγκαλιά του ένοιωσα να επεκτείνεται το συμβόλαιο φιλίας και σε μένα – δεν του έπαιρνα τον φίλο κι αδελφό, του χάριζα μια φίλη... Κι ευχήθηκα με όλη μου τη δύναμη καθώς λέγαμε σαχλαμαρίτσες την ώρα που χορεύαμε, να είναι με κάποια που να τον αγαπάει όσο εγώ τον δικό μου.


Κι έγινε κύριε Λ., το προλάβατε. Την βρήκε και την παντρεύτηκε. Σας ευγνωμονώ που κρατηθήκατε και δώσατε αυτή τη χαρά στο γυιό σας, παρ’όλο που η καρδιά πιά ήθελε να αναπαυτεί.


Σας χρωστώ και κάτι άλλο: το να συγχωρήσω τον αδερφό μου, που μου απαγόρευσε κανονικά (λες κι ήμασταν πάλι παιδιά), να δω τον πατέρα μου, στο δεύτερο χειρουργείο δεξιά, μετά που είχε αναχωρήσει και μόνο το σώμα του περίμενε τα παρακάτω. Λύσσαξα να κατέβω, λες και θα μπορούσα να ουρλιάξω το ο,τιδήποτε να τον φέρω πίσω ή να του πω αντίο. Ο αδερφός μου όμως ήξερε – δεν ήμουν από την πάστα την ψύχραιμη. Πήρε την απόφαση για μένα και μέχρι σήμερα το απόγευμα τον κάκιζα με δύναμη. Πώς τόλμησε?! Πώς μπόρεσε να πάρει την απόφαση για μένα?!...


Μέχρι που σας είδα. Και συγχωρέστε με, με όλο το σεβασμό, επειδή με πονάει πολύ η πληγή μου σήμερα, αφήστε με να το ρίξω στο γλυκόπικρο. Βαδίζω σ’επικίνδυνα μέρη. Ισορροπία δύσκολη. Δεν έχω όμως άλλες αντοχές για μακροβούτι στον πόνο. Δεν κρατάει η ανάσα μου πια, μίκρυναν οι πνεύμονες, ζάρωσα.
Με πολλή αγάπη, καλό σας ταξίδι.


Αξιος, αγαπημένος, αξέχαστος.

Και καλή αντάμωση!
(Μη τρομάζετε φίλοι, το μόνο σίγουρο! Απλώς εύχομαι με τους όρους μας...)