Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2006

Κυβερνήτης Ερως

Σας ομιλεί ο Κυβερνήτης...


Σάββατο βράδυ στα εξωτερικά Ιατρεία στη Βούλα. Ράντζα, πρώτες βοήθειες, πτώσεις από μηχανάκια, ελαφρά τροχαία, ξαφνικά πλησιάζει το ασθενοφόρο τσιρίζοντας και κοκκινίζει ο τόπος. Ταχύτατες, δυναμικές, επείγουσες κινήσεις, τους δύο τους έχασαν, παλεύουν τον τρίτο – τα νέα σε χτυπούν αστραπιαία...

«Φτηνά τη γλυτώσαμε να λέμε...» και πού ν’ανάψει τσιγάρο, ντρεπόταν εκεί μέσα, αλλά πώς να βγει έξω με τον γύψο στο πόδι? Περίμενε την αδερφή της με τον φίλο της για να την βγάλουν, να πάρουν τα χαρτιά, να πάνε σπίτι. Παράλληλο σύμπαν σε φα μείζονα εκεί μέσα.


Καλά τα ρούχα, σκίστηκαν, της κακόδεσαν όμως το μπράτσο και δεν μπορούσε να κινηθεί χωρίς να σκούξει. (Να βράσω την τεχνολογία τους μέσα, σκέφτηκε, που μπορούμε να πάμε στο φεγγάρι κι ακόμη δε μπορούμε να ξαναφτιαχτούμε!). Το χειρότερο? Εσπασε το κινητό της. Πάνε κι οι φωτογραφίες και τα sms που δεν τύπωσε. Κι άντε τώρα να τον ειδοποιήσεις, φτάνει που ειδοποίησαν την αδερφή της οι νοσοκόμες, αυτόν πώς θα τον έβρισκε? Πήγε να γίνει το μεγάλο βήμα, κι όλα στραβά! «Τι γκαντέμω που είμαι τελικά...»


Σάββατο βράδυ έξω από το Cinepolis στη Γλυφάδα. Παρέες παντού, μικροί, μεγάλοι, μικρομέγαλοι, μελίσσι να μπαινοβγαίνει σε σινεμά και καφετέριες. Αυτοκίνητα να μοιάζουν ακίνητα, ανάμεσα στον κόσμο που ντυμένος όμορφα έβγαινε για βράδυ. Πού να στρίψεις, πού να παρκάρεις, πεζοδρόμησαν κιόλας... Τουλάχιστον δεν κορνάριζε κανείς, μια και χάζευαν όλοι σαν σε νυφοπάζαρο.


«Δεν καταλαβαίνω...» ξεφυσάει, κι αισθάνεται εντελώς ηλίθιος. Το κινητό στο ένα χέρι και ένα κουτί με ένα ζευγάρι όμορφα πέδιλα στο άλλο. Δώρο για κείνην, που ήξερε πόσο της αρέσουν. «Αν δεν χτυπήσει το τηλέφωνο, να ξέρεις ότι θα είμαι εγώ!» του είχε πει όταν τη ρώτησε «Και τι θα γίνει έτσι κι αργήσεις?». Εννούσε σίγουρα ότι δεν χρειαζόταν να τον πάρει τηλέφωνο αφού ήταν στο δρόμο της, έτσι δεν είναι? Αλλά πάλι.... Ούτε θα τον έστηνε έτσι στο άσχετο, δεν είναι τέτοιος τύπος. Η μήπως είναι? Πόσην ώρα μπορείς να περιμένεις σ’ένα ραντεβού, στην Αθήνα του 2006, με τόσα κινητά, χωρίς να αισθάνεσαι ο χειρότερα φτυσμένος μαλάκας?


Δευτέρα μεσημέρι είχε ξεκινήσει η τελική ευθεία: αυτό το Σαββατοκύριακο θα τα έλεγαν από κοντά. Μετά από εξάμηνη γνωριμία στο ίντερνετ, εκείνη η ντροπαλή που έμπαινε σε συζητήσεις με το «σεις» και με το «σας», κι εκείνος που είχε ήδη δικό του blog, τους έπαιρνε τα σώβρακα κανονικά στο δικό του και απλώς έκανε «κράτει» στων άλλων, αλλιώς θα τους έβγαζε όλους εκτός και θα βαριόταν μόνος του μετά.


Ε, πώς έγινε? Το nick της? Το «μαζεμένο» της? Της... μοίρας τους γραμμένο? Κουβέντα στην κουβέντα, γνωρίστηκαν πιο καλά, πάντα από υπολογιστή σε υπολογιστή, και με δεκάδες μάτια να τους διαβάζουν. Αρκετοί είχαν καταλάβει τι παιζόταν και σιγοντάριζαν, δυο-τρεις ζήλεψαν και προσπάθησαν να τους κάνουν χαλάστρα... Ολα όμως στο φανερό, αυτή ήταν η πλάκα, δεν έπεσε ούτε ένα e-mail στα κρυφά, ούτε ένα sms ή τηλεφώνημα, τίποτα. Μessenger στην αρχή δεν έβαζε, φοβόταν ότι θα παραήταν direct, κι ακόμη κι όταν έβαλε, τελικά ήταν σαν σιωπηρή συμφωνία μεταξύ τους, να μην τα λένε πιο ιδιωτικά, είχε περισσότερη φάση το «δημόσιο»...


Εκτός της τελευταίας επικοινωνίας, στο κινητό, γιατί έπρεπε να κανονίσουν το ραντεβού τους. Με το που άνοιξε το κορίτσι στη δουλειά το pc (πλέον είχε pc σπίτι –δουλειά κι είχε μάθει να μπαίνει κι από internet cafes) και είδε τ’όνομά του, η καρδιά της πήγε να σπάσει: Αυτό ήταν. Η τώρα ή ποτέ. Η ρουλέτα ξεκίνησε. Κι οι δύο τα είχαν βάλει όλα στο χρώμα, εκείνη κόκκινο (τι άλλο), εκείνος μαύρο (να συμπληρώσει, να της ζευγαρώσει το κόκκινό της). Ο,τι και νά’φερνε η μπίλια, όποιος και να κέρδιζε, κέρδιζαν και οι δύο. Από τα σπάνια, να ποντάρεις σε ό,τι νά’ναι, και να φεύγεις με όλο το τραπέζι δικό σου! Καζίνο η Ωραία Cyber-Love!


Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ταίριαζαν, αφού γνωρίστηκαν τόσο καλά, τόσο πολύ, κατ’ευθείαν τα από μέσα τους – ήταν θέμα χρόνου να τακίμιαζαν και τ’απ’έξω τους...
Τι παράνοια, κόντρα σε κάθε φυσικό ένστικτο ήταν αυτό: να πλησιάζεις έναν άλλον άνθρωπο χωρίς να τον έχεις δει ποτέ, χωρίς να τον έχεις ακούσει ποτέ, χωρίς να τον έχεις ζήσει πώς κινείται στον χώρο και τον χρόνο, πώς στήνεται, τι εντύπωση κάνει, χωρίς να τον έχεις μυρίσει ποτέ, χωρίς να ξέρεις τις μικρές καθημερινές ρουτίνες του, ούτε να έχεις ακουμπήσει τις παύσεις του και τα υπονοούμενά του, ένα κυκλώνα «χωρίς»...

Και πού χωράει ο έρωτας? Πώς? Οταν η ζωή ζευγαρώνει, είναι για να κάνουν παιχνίδι τα γονίδιά σου με του άλλου. Εδώ τι παιχνίδι? Τα γονίδιά μας είναι πολύ μεγάλα για να χωρέσουν στα καλώδια, και πολύ μικρά για να ζήσουν έξω από μας. Παιχνίδι τηλεπαθητικά? Θεούλη μου, τι μπουρδούκλωμα επιφυλάξαμε στη μαμά φύση, ε?...


Αλλά δε μπορεί, ταίριαζαν σε τόσα πολλά, και μερικές φορές που διαφώνησαν, πάλι τα βρήκαν. Απαξ και δεν μπορείς να χώσεις σφαλιάρα στον άλλον, να του πετάξεις κάνα πιάτο, να του κλείσεις την πόρτα στη μούρη έστω, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κλείσεις τον υπολογιστή (σιιιγά! σκασίλα του!). Και μετά με μερικά emoticons σε σχόλια να κάνεις μούτρα, μέχρι να κάνει ο άλλος πρώτη κίνηση. Τα ξαναλές τότε, ηρεμείς κάπως, και το πιάνεις από κει που τ’άφησες, ούτε κόνξες ούτε τίποτα. Ζιπαρισμένα συναισθήματα, μηδέν-ένα-άπειρο, κατ’ευθείαν κέντρο!


Ολα καλά θα πήγαιναν, τι να στραβώσει?... Θα δούλευε και η physical γνωριμία. Η mental είχε γίνει σχεδόν από την αρχή, κι όλα πήγαιναν περίφημα. Επιχείρημα στο επιχείρημα, πλάκες, σοβαρά, όλα συντονισμένα. Η psychological ακολούθησε, με κάθε λέξη να βαραίνει και λίγο, να φορτίζει και λίγο, ώσπου χρωματίστηκαν όλα με έλξη και πήγαιναν φυσέκι προς την spiritual πλέον σύνδεση.


Και με τι χρόνους!!! Ούτε να περιμένεις πότε να βγεις, ούτε κλεμμένα ραντεβού, ούτε ξεροσταλιάσματα, ούτε τίποτα! Ας είμαστε σοβαροί, σε δύο ανθρώπους που μιλούν με εξελιγμένο θυροτηλέφωνο («Ανοιξέ μου!» , «Ποιός, εγώ?») να έχει φτάσει να υπάρχει η χημεία και ο έρωτας που φτιάχνουν μαγεία? Να γεννηθεί έρωτας μέσω τεχνοκρατίας? Οχι ανήκουστο, αλλά από Βίπερ-Νόρα, στο κορίτσι και το αγόρι της διπλανής πόρτας μέσω κυβερνοχώρου, μεγάλο σάλτο!...


"Αβίαστα, αβασάνιστα, στο χώρο σας με ένα τηλεφώνημα" θύμιζε... Κι όμως. Οι καλές προθέσεις περνούσαν και τα πιο απρόσωπα πηγαδάκια της μπλογκόσφαιρας. Σάββατο βράδυ θα τα έλεγαν κι από κοντά λοιπόν, με κομπλάρισμα και οι δύο μεγαλύτερο απ’ό,τι είχαν ζήσει ποτέ. Τι να σε γδύσει κάτω από προβολέα ο γκόμενος και να σε χαζεύει γύρω-γύρω για ψεγάδια, τι να βγάλει μεζούρα η γκόμενα να σε μετρήσει και να περιμένουν οι φίλες της διαστάσεις σε ανοιχτή ακρόαση...



Tίποτε δεν συγκρίνεται με το γδύσιμο της πρώτης γνωριμίας με το σώμα, το κέλυφος του άλλου, το ναό της ψυχής του, όταν πρώτα την έχεις γευτεί μέσα-έξω την ψυχή του, κι ο άλλος τη δική σου... Και τύφλα νά’χουν όλες οι αμβροσίες του κόσμου δηλαδή, όταν γνωρίζεις τα σώψυχα χωρίς να παρεμβάλλονται όλα τα άλλα, τα περιττά power games. Το σώμα είναι πολύ φτωχό για να μην... αμηχανέψει με δέος – «Αααα, ώστε εσύ ήσουν τόσο καιρό, ε?».



Τουλάχιστον εδώ ή φύση σίγουρα βοηθάει με τη σοφία της των χιλιάδων χρόνων: όλοι, άντρες-γυναίκες έχουμε μέσα μας την ικανότητα ν’αγαπάμε. Στην αρχή αφηρημένα, ένα πλάσμα που ξέρουμε ότι είναι δικό μας, απλώς μέσα σε μια στρογγυλή κοιλίτσα, και να το αγαπάμε μετά συνειδητά, συγκεκριμένα, μόλις το γεννήσουμε, μας το βάλουν στην αγκαλιά και δούμε πια ποιόν αγαπούσαμε τόσον καιρό.

Εκείνη βέβαια δεν μπορούσε να τα δει όλα αυτά. Δεν καταλάβαινε τίποτε, παρά μόνον ότι δεν έπαιρνε άλλη αναβολή πλέον. Τι άλλο μπορούσε να του πει, που να μην το ξέρει ήδη? Τι άλλο να του έδειχνε, πόσο να το τραβούσε πια? Γιατί καλό το «από μακρυά», αλλά έρχεται το αναπόφευκτο «και τώρα?» καθώς ο μηχανισμός μπαίνει μπροστά κι οι ορμόνες μιλάνε. Τραγουδάνε, σε ζαλίζουν κανονικά. Ακούν βέβαια πρώτα, μιλούν μετά. Αλλά έτσι κι αρχίσουν να παρλάρουν, κάνεις μόκο κι ακολουθείς τις οδηγίες τους, σε ξεκουφαίνουν αλλιώς.



Εκείνος ήταν κυρίως περίεργος. Θα ανταπεξερχόταν άραγε η εικόνα της μ’αυτό που είχε πλάσει στο κεφάλι του? Ηξερε πώς την έπαθε: σα να έτρωγε death-by-chocolate τούρτα στα σκοτεινά ενός καλού black-out, κι όταν ήρθε το ρεύμα, είπε να δει επιτέλους και το «κουτί». Οπότε έριξε το πρώτο εκείνο «Ωρα για face-to face!». Ναι, χαίρεσαι διπλά όταν βλέπεις κυριλέ ζαχαροπλαστείο, με τη φίρμα φαρδειά-πλατειά, το χοντρό χαρτόνι και τη συσκευασία σε σχήμα πυραμίδας με αποξηραμένα λουλούδια. Τρελλαίνεσαι, πώς τα φτιάχνουν οι άτιμοι!

Μα κι αν ακόμη σου κάτσει το συνοικιακό, παλιό ζαχαροπλαστείο, που ο πάτος μές το κουτί είναι στρωμένος με αλουμινόχαρτο κομμένο με το χέρι, κι απ’εξω χαρτόνι της κακιάς ώρας με τη φίρμα σε γραμματοσειρά ταινίας Δαλιανίδη «Μακέτται Σκηνικέξ», πάλι θα μετρήσει η τούρτα, το γλυκό της ζωής σου αφού... Καιρός να δούμε τι βάζαμε στο στόμα μας τόσον καιρό.


Αστείο και σοβαρό μαζί. Ανθρώπινη Επαφή, Η Νέα Πρόκληση: αντί από έξω προς τα μέσα, πλέον από μέσα προς τα έξω. Αντίστροφα πράγματα! Πρώτα-πρώτα αχρηστεύεις τα πρωταρχικά σου αισθητήρια όργανα. Για χιλιάδες χρόνια σε προγραμμάτισαν να πλησιάζεις το άλλο πλάσμα έτσι ώστε να το γνωρίσεις καλά, πριν προχωρήσεις σε οικοιότητες, μη σου πάρει το φαί, σε πληγώσει ή σε σκοτώσει κιόλας! Επιβίωση πρώτα, διαιώνιση μετά.


Κι ύστερα κανονίζεις ένα ωραίο βραχυκύκλωμα, ώστε ναι μεν να προχωρήσεις διαιώνιση σίγουρα (ξέροντας ότι αυτό το πλάσμα είναι πιθανόν το ταίρι της ζωής σου), αλλά και να δουλέψεις την επιβίωση μαζί του. Να γνωρίσεις πια το απ’έξω, να βρεις και σ’αυτό τα ερωτεύσιμά του. Καλό το internet, αλλά έχεις και σώμα, που πρέπει να δεις πώς ταιριάζει στο σχήμα του άλλου. Και ή ν’απογειωθείς, ή να κλειδαμπαρωθείς στο σιλό σου μέχρι την επόμενη φορά...


Κυριακή, επόμενη του τρομερού Σαββάτου, εκείνη στο... κρεβάτι του πόνου, με γύψο, μαξιλάρια, γάζες και παυσίπονα, εκείνος καθιστός στα πόδια του κρεβατιού να την κάνει να γελάει. Ευτυχισμένος που δεν τον είχε στήσει, στεναχωρήμενος που δεν μπορούσε να την βοηθήσει παραπάνω. Ηθελε να είναι γουρλής στη ζωή της, να κάνει θριαμβευτική είσοδο με κάποιο λαχείο πχ, αλλά έστω, το ότι δεν έπαθε τίποτε σοβαρότερο με τη μηχανή που την παρέσυρε, κι αυτό λαχείο ήτανε, στον λήγοντα!


Κι εκείνη ευτυχισμένη που τον είχε απέναντί της, in the flesh, live, και στεναχωρήμενη για το στήσιμο - ποιός, αυτή, να στήσει εκείνον, απ’όλο τον κόσμο! Και να λένε όλα αυτά που αποκαλύπτει το ζευγάρι και πλέκει το κουκούλι του, τα «θυμάσαι τότε που..» και «μα πού να το ξέρω ότι εσύ ήδη...».

Κρατούσε στα χέρια της το κουτί με τα Jimmy Choo’s, πού τα είχε βρει ο άτιμος? «Εμ, friends in high places» της είπε (ας είναι καλά η αδερφή του κολλητού που σπουδάζει στο Λονδίνο).


Kαι τότε πρόσεξε κάτι: η φωνή του είχε ένα τέμπο ίδιο μ’αυτό που έβγαινε στο γράψιμό του! Οχι η γραμματική, η σύνταξη, το λεξιλόγιο... Το τέμπο. Ωστε περνούσε την ψυχή του όταν της έγραφε, κι ας ήταν πιο μαζεμένος (δημόσιος διάλογος γαρ!). Τα γονίδια δεν γινόταν να τα περάσει, αλλά την ψυχή του?...

Αυτό ναι!

Ηταν σε πολύ καλό δρόμο πραγματικά, ποιός γύψος, μικρή ενόχληση μπροστά σε μια πετυχημένη αντιστροφή, κόντρα στο software της φύσης....


Aphrodite said... in doncat, post "Είκοσι ενοχλήσεις", 28.05.06