Η Φωλιά των Κούκου...
Τι παράκρουση και τούτη... η ζωή του το τελευταίο τρίμηνο ήταν ένας αχταρμάς από ταξίδια, γραφειοκρατίες, ταλαιπωρίες, ξαγρύπνιες. Ανθρώπους να ζητούν βοήθεια, να πεθαίνουν δίπλα του. Παιδάκια να τα βλέπεις και να σπαράζει η ψυχή σου. Αντάρτες, μπλόκα, ακαταλαβίστικες γλώσσες, βρώμα, σκόνη... Και μετά στο καπάκι καλοζωϊσμένους, καθημερινούς ανθρώπους. Κίνηση, καυσέριο, γείτονες, απεργίες, σκουπίδια. Καφετέριες, μαγαζιά, τα χιλιάδες μικροπροβλήματα που σπάνε τα νεύρα έτσι και τ’αφήσεις...
Αν είσαι ακόμη στο προηγούμενο mode, των Γιατρών χωρίς... Ορια, η Αθήνα σου φαίνεται ζούγλα. Κακοφορμισμένης αναρχίας στην αρχή, χυδαία επίπεδης ζωής μετά. Κι αποχαυνωτικός παράδεισος λίγες μέρες αργότερα. Το ανάποδο ήταν πάντοτε το πιο άγριο: ν’αφήνει το σπίτι, τη γυναίκα του (νιόπαντρος με τη Λένα, πώς τον άντεχε!) και τη ζωή του, για μια παρένθεση που δεν ήξερε ποτέ πού θα τον βγάλει.
Να κλαίει και να βρίζει για τα τόσα που τους έλειπαν στις ξεχασμένες από Θεό κι ανθρώπους παραγκόχωρες. Κάθε στιγμή. Για όλους αυτούς που στήνονταν στην ουρά απλώς για να τους δουν από κοντά, να νοιώσουν για λίγο ότι κάποιος τους νοιάζεται. Ακόμη κι όταν δεν μπορούσαν να τους κάνουν και πολλά...
Και δως του να τρίβει τις κάψουλες στα ποδαράκια των μωρών, να περνάει αντιβιώσεις και να δίνει ζαχαρόνερα για την αφυδάτωση. Εμβόλια λιγοστά, προμήθειες κακές, στραβές κι ανάποδες. Αν ήταν τυχεροί όλοι τους, κάνα τετράδιο, μολύβι ή έστω πλαστικό κυπελλάκι...
Παιδιά, πλάσματα ζωντανά, αθώα μουτράκια που πεθαίνουν στον πλανήτη του ‘06 από ασιτία και μολυσμένο νερό, πριν καν τα θερίσει το AIDS. Να λες πάει, το χάνω! Πού είναι το delete, πώς θα ζήσω εγώ μ’αυτές τις εικόνες? Πώς ?... Αν βέβαια γυρίσεις one-piece, με όλα, χέρια, πόδια... Βασικά ζωντανός για να έχεις κι ανησυχίες κιόλας.
Α, τέλεια, μόλις βρήκε παρκάρισμα έξω ακριβώς από το Φυστίκειον. Μωρέ το αφήνει στην ψύχρα και βγαίνει (τι γρήγορα που μπαίνει κανείς πίσω στο mode της καλοπέρασης!). Δε μπορεί, έχει το ιατρικό σήμα. Ενα παλιό μικρό είναι, θα τον γράψουν? Μπααα- είχε πρεμούρα, δε μπορούσε παλι να αργήσει στο πρωϊνό μήτινγκ με τον Αρχι-Κούκου... Είχε–δεν είχε πέντε μέρες που γύρισε πάλι απ’την τελευταία αποστολή. Αυτή τη φορά λίγο καλύτερα τα πράγματα, μια που είχαν σχετική προστασία από διεθνή οργανισμό, κι έτσι η χούντα δεν τους έφερε πολλά εμπόδια.
Αν εξαιρέσεις ότι τους πήραν τα πιο καλά φάρμακα με το που μπήκαν στο κρατίδιο... Πάλι καλά όμως, κάτι έκαναν, και τώρα πίσω, πώς να συνηθίσει πάλι! Η γυναίκα του κάθε φορά τραβούσε των παθών της τον τάραχο μέχρι να συνέλθει. «Εντάξει» του έλεγε, «για όλους εσύ, για μένα ποιός?». Το «πού είσαι?» στο βλέμμα της. Το «ως πότε εγώ χωρίς?» στο κινητό του. Και ο θυμός με περικεφαλαία στο κρεβάτι. Ψυχροπολεμικός κι ο ύπνος....
Ετσι και σήμερα, κοιμήθηκε μόλις 2 ώρες πριν το μήτινγκ. Πώς να καθαρίσει το μυαλό του, ολόκληρο κοκταίηλ αναλγητικά (τα καλά του επαγγέλματος) για να ξεκινήσει με τα «παιδιά», αυτά τα μεγάλα τα παιδιά, στο Φυστίκειο...
Ωραία, κάτσε να μπω να κάτσω δίπλα στον Επιμελητή Α, αχρειάστος νά’ναι (γαμώ το φελέκι του γαμώ, κι αυτός καπνίζει?).
Το γραφείο του Διεθυντή-Αρχικούκου ήταν στη μια άκρη του δωματίου. Μπροστά, σε σχήμα «Π», καμμιά 20-αριά καρέκλες για να μπορούν να κάθονται όλοι. Υποδιεθυντές ψυχίατροι & νευρολόγοι, σκέτοι γιατροί, ασκούμενοι γιατροί. Νοσοκόμες, φοιτητές ψυχολογίας (και λοιπών κοινωνικών επιστημών...) κι ένα τσούρμο εθελοντές, τους οποίους τους αντιμετώπιζαν σαν τους χαμάληδες της ιστορίας.
Φέρε το ιστορικό, πήγαινέ τον για εξετάσεις, κράτα τον μέχρι νά’ρθει ο πατέρας του να τον πάρει. Κάτσε πληκτρολόγησε εργασίες, παρουσιάσεις, την αλληλογραφία του Αρχι-κούκου. Χτές άκουσε μπαΐλντισμένο ψαρόνι να παραπονιέται γιατί τον έχει πρήξει με την αλληλογραφία του. Εστελνε λέει αιτήσεις να πάει το βούρλο η κόρη του Λονδίνο για ιατρική, με main point «θα είναι η τρίτη γενιά γιατρών στην οικογένεια!»... Εμ ποιός θα το έπαιρνε το μαγαζί?
Προχτές ίσα που συστήθηκε στους συναδέλφους. Του έδειξαν λίγο τα κατατόπια, και μετά έπιασαν τους καφέδες απέναντι... Χτες μόλις που καταλάβαινε πώς δούλευε το σύστημα (ανίκανο δημόσιο!). Σήμερα θα το έβλεπε να ξεδιπλώνεται σε όλη του την παράνοια: οι ασθενείς «μέσα» ξυπνούν χαράματα, κι ως τις 9:00 πρέπει να έχουν φάει, ντυθεί & ετοιμαστεί. Επίσης να έχουν κάνει τις ιατρικές εξετάσεις τους όσοι έχουν σειρά, στο διπλανό κτήριο.
Και μετά πρόγραμμα δραστηριοτήτων, εργαστηρίων, παιχνιδιών και προσωπικών συνεντεύξεων, στο οποίο συμμετέχουν και οι ασθενείς «απ’έξω». Αυτοί έρχονται για λίγες μόνον ώρες, ίσα-ίσα για να κάνουν το «πρόγραμμα», να συνεντευξιαστούν, να φάνε μεσημεριανό όλοι μαζί και να πάνε σπίτια τους στις 3:00 που τελειώνει το... πρωινάδικο. Αρα όλοι μαζί, διαφόρων παθολογιών, ηλικιών, δεξιοτήτων, με ένα κάρο προσωπικό κι εθελοντές στο σβέρκο τους. Κουτσοί, στραβοί, στον Αγιο Παντελεήμονα. Αχταρμάς.
Οι «μέσα» αργότερα το ρίχνουν στην τηλεόραση. Σαπίζουν μπροστά της. Κάποιες φορές κάνα επιτραπεζιο για λίγο, αλλά κυρίως βαρεμάρα. Η απάθεια από τα φάρμακα και το αυξανόμενο βάρος τους, ανεπαρκής ένδειξη ότι πάνε καλύτερα: πιο μαντρωμένοι, πιο ήσυχοι, πιο καλόβολοι, όλα στο erase.
Τού’λεγαν συνάδελφοι πως έρχονταν γιορτές και ήταν τα μεγάλα αυτά παιδιά στα αζήτητα. (Καλά, σκέφτεται ο Γεράσιμος, εδώ ακόμη κι εγώ ήμουν στα αζήτητα στη Ρουμανία, φοιτητάκος με μηδέν συνάλλαγμα. Πώς να έκανα διακοπές στην Ελλάδα με τους συμφοιτητές, ούτε στην Καβάλα να δω τους γονείς μου δε μπορούσα...).
Η μόνη τους διασκέδαση, οι ώρες αυτές με τους «απ’έξω», οι επισκέπτες (ακόμη και βαρεμένοι) στον μικρόκοσμό τους. Το σινεμά τους... Και κάθε μέρα η ίδια, ένα και μόνο εικοσιτετράωρο, ξανά και ξανά και ξανά. Το πώς τώρα το να λένε τα παιδιά αυτά «τάδε–με-τάδε» ώρα τον πόνο τους σε καμιά 20αριά ξένους, οι οποίοι εναλλάσσονταν κιόλας, ήταν καλή ιδέα... δεν το γνώριζε. Στη γυναίκα σου μπροστά γδύνεσαι. Στον γιατρό σου μπροστά γδύνεσαι. Και στους δύο μπροστά γδύνεσαι? Ε, πόσο μάλλον εδώ...
Και η «δυναμική» της ομάδας και οι προσπάθειες σταθεροποίησης του ασθενούς που έπεφταν στο κενό, με κάθε κόμπιασμα και ντροπή του σ’αυτά τα μήτινγκς, δεν ήταν παρά μια ακόμη ιδέα να καλύπτουν τα νώτα τους οι ντοτόροι και να παίρνουν κονδύλια οι τσηφς, έλεγαν οι «παλιοί».
Το γραφείο του Διευθυντή-Αρχικούκου ήταν τίγκα, είκοσι-τόσοι άνθρωποι καθιστοί, πάνω από τους μισούς να καπνίζουν και να σβήνουν τα τσιγάρα τους στον καφέ τους μέσα. Κινητά να βαράνε, δυό εθελόντριες φοιτήτριες με το μίνι στις αμυγδαλές «χαχαχά» & «χουχουχού». Guest ο Αμερικανόφερτος καθηγητής με το λοβοτομημένο βλέμμα και δυό τραυματιοφορείς που βαριόντουσαν δίπλα κι ήρθαν για χαβαλέ. Απαρτία και παραπάνω, και στέλνει ο Δ.Α. έναν παρατρεχάμενό του ειδικευόμενο, να φωνάξει τον Γ. (με τις τραγουδιάρες φωνές στο μυαλό).
Και μπαίνει μέσα ένα δίμετρο παλληκάρι (που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι στην κλίκα του Παγκρατίου με τα μοντέλλα εκείνου του ...πες το... με την Εβαντζελίστα μωρέ), και τον καθίζει στην κεντρική καρέκλα. Για ν’αρχίσει η συνέντυξη. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ 22 ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΤΟΥΣ ΜΙΣΟΥΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΞΕΝΟΥΣ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΑΥΤΟ ! (Πιο πολύ τραγικό ή πιο πολύ γελοίο?). Να δω τουλάχιστον πώς κάνει διάγνωση προόδου ο Δ.Α. σκέφτηκε ο Γεράσιμος, κάνοντας μια νοερή σημείωση να μιλήσει σε κάποιον γι’αυτό.
Ο επόμενος μονόλογος δεν θα ήταν δυνατόν να έχει διαδραματιστεί σε δυτική χώρα, αλλά φεύ! Τελικά ήταν η κασέτα-έτοιμες λύσεις, που θα την άκουγε ξανά και ξανά στο Ελλαδιστάν. Ιδού και το ανήκουστο (Μονόλογος του Δ.Α. με το εκτενές ιστορικό του παιδιού μπροστά, κλειστό. Δεν το άνοιγε, μη φθείρει το φάκελλο): «Λοιπόν, καλημέρα σου Γ. Πώωωως πας?» (χωρίς να περιμένει απάντηση) «Ωραία, καλά, για πες μας, ακούς ακόμη τις φωνές?».
Ψελλίζει το έρμο ένα «Χμ, όοοχι ακριβώς..». Τι τό’θελε... «Α, δηλαδή επιμένουν ακόμη, ε? Αυτό θες να πεις, έχεις καμμιά παρενέργεια από τα φάρμακα παιδί μου?». « Εεεεε...». «Τίποτε σοβαρό λοιπόν, έχεις κάποιο παράπονο εδώ μέσα? Οχι, ωραία, πήγαινε τώρα, θα σε δούμε μετά...». Κι αμέσως, γυρνάει στον τσηφ γιατρό «Πόσο του δίνουμε είπες, 1? Κά’ντο 2 και αντί 1-1-1, κάν’το 1-0-1, συμφωνείς? Μπα, να το αφήσουμε για κάνα μήνα ακόμη, μην τον αλλάξουμε και απορρυθμιστεί, άντε, καλά, να σου την κάνω τη χάρη που σήμερα ήρθες με καριόκες για το γιο σου!»...
Και μετά τον Γ., ο Η., η Κ., η Σ., η Ε., ο Ο., ο Χ., και και και και, να κομπλάρουν μπαίνοντας στο γραφείο μπροστά σε τόσους. Κι ερωτόμενοι κάθε φορά, είχανε μάθει πλέον, σε κάθε ερώτηση, «καλά, καλύτερα, δεν ξέρω». Τον τυφλοσούρτη...
Κάποιοι ψυχίατροι σίγουρα τους νοιάζονταν στην αρχή. Κάποιοι ίσως το βλέπουν ακόμη σαν λειτούργημα. Οι περισσότεροι πάντως άκουγε ότι «τσιμπούσαν» πελατεία από κει μέσα, ολόκληρη την οικογένεια του ασθενούς, για παρατεταμένα οικογενειακά ιστορικά και σειρές ατελείωτες επισκέψεων...
Κόιταξε το ρολόι του – τι έκανε αντιπροχτές τέτοια ώρα? Δε θυμάται τι ακριβώς. Θυμάται όμως όταν κατάφερε να βρει φλέβα σ’ένα μωράκι, που το΄χαν ξεγράψει κι οι γονείς του ακόμη, ήταν σα να γεννιόταν το δικό του το παιδί στα χέρια του μέσα. Το είχαν σχεδόν άψυχο, γονείς παραιτημένοι, παρατημένοι, η απόλυτη «πατητή» σε άνθρωπο. Στον ίδιο πλανήτη ζούμε? Πώς θα πάω να κοιμηθώ στα σεντόνια μου και να τρώω μπριζόλες όταν γίνεται αυτή η σφαγή...
Φωνές, χαλασμός κυρίου στην είσοδο, πετάγονται όλοι από το γραφείο, ένας πατέρας έφερνε την κόρη του, ένα πάνγλυκο κορίτσι 14-15, σέρνοντας την από τα μαλλιά. «Αμα ξανάρθεις σπίτι στα κρυφά, άμα το ξανασκάσεις από δω μέσα, θα σου κόψω το λαρύγγι, μουρλέγγω ε μουρλέγγωωω!» Ποιος ήθελε ψυχιατρείο? Ας την κρατούσαν την κοπελλίτσα να γλυτώσει από το ζώο!
Πήγαν να τη μαζέψουν, τη φόρα όμως του την έκοψε ένας άλλος ασθενής. Τον έπιασε απ’το μανίκι να του δείξει την «ψώρα» του (μια ωραιότατη ψωρίαση που άνοιγε μεριές-μεριές). Και μαζί να του αραδιάσει τα προβλήματα που του εμπιστεύονταν οι φίλοι του από 3 πομπούς (που δεν είχε πάνω του). Μέχρι να την φτάσει την κοπέλλα-ζάχαρη, την είχαν ήδη πάρει για τα γραφειοκρατικά. Καλώς ήρθες στην κρεατομηχανή, μπαίνεις προβληματικός, βγαίνεις φύτουλας.
Γύρισε να βρει κά’να συνάδελφο να τα πουν λιγουλάκι. Εναν μάλιστα που είχε ακούσει ότι έκανε και παράλληλες σπουδές θεολογίας (ή καλός θα ήταν ή ψώνιο, πάντως μια εναλλακτική να περάσει η ώρα ώσπου να πάει αμφιθέατρο) και χτύπησε το κινητό. Τι με θέλει πάλι η Λένα?
«Γεράσιμε, έλα γρήγορα, η μάμα σου...»
Τέλος ανάνηψης.
Tέλος γενικά.
Αυλαία.
Τέρμα.
Game Over!
Ποτέ, που θα κρατήσει για πάντα...
Τέλος...
Ηταν στο χειρουργείο μέσα, τον έβαλαν μια και συνάδελφος. Η ίδια του η μάνα, με την καρδιά της να φαίνεται γλυστερή & ροδοκόκκινη. Ανάνηψη των 10 λεπτών τράβηξε για χάρη του 26’. Νυστέρια, απινιδωτές, εκτυφλωτικά φώτα, η καρδιά του έσπασε. Πάντα νόμιζε πώς όταν θα του πέθαιναν οι γονείς θα κατέρρεε από τον πόνο και θα ούρλιαζε ή κάτι τέτοιο. Μα τώρα απλώς έσπασε η καρδιά του, βούλιαξε και δεν... Το στήθος του ήταν το απόλυτο κενό, το τίποτα.
Κοίταξε γρήγορα-γρήγορα το ταβάνι του χειρουργείου, μήπως φανεί κάτι. Δε λένε για τις μεταθανάτιες εμπειρίες τόσα? Μπας κι έβλεπε κάτι περίεργο, κάποιο σημάδι... Τίποτα. Σιωπή και παγωμάρα. Τέλος άνθρωπέ μου, έλα τώρα.
Δε μπορεί, δεν είχε καρδιά. Ανέπνεε από κεκτημένη ταχύτητα. Μα πώς έγινε? Πώς τους έμεινε στα χέρια, τόσους είχε βοηθήσει, τη μάνα του τώρα? Ψέματα, δε μπορεί. Μπορεί?
Μπαφ! Το χτύπημα στον ώμο από τον αποσβωλωμένο καρδιοχειρουργό – «Ελα, πάμε λίγο έξω, να την ετοιμάσουν». Πότε βγήκε, πώς βγήκε, ποιός του μίλαγε, τι έγινε, δεν υπήρξαν γι αυτόν. Τώρα πια ήταν κι ο Γεράσιμός μας ένας από αυτούς. Ενας από τους πονεμένους, τους χαροκαμμένους. Που τους χτυπάει ο θάνατος την πόρτα και δεν περιμένει, παίρνει αβέρτα... Δεν ήταν παιδί, το παιδί του, να ουρλιάξει, να σπαράξει, να χτυπηθεί για τ’άδικο. Ηταν η μάνα του...
Η ΜΑΝΑ του! Που έτσι έπρεπε να γίνει, πρώτα οι γονείς λέει, αλίμονο αν πρώτα τα παιδιά. Αλλά...
Τίποτε. Τίποτε, τώρα ήταν στο κλάμπ των μυημένων στον πόνο και την ευγνωμοσύνη της ζωής μαζί, ήταν ένας από αυτούς. Τώρα καταλάβαινε την παραίτηση αφού σου πεθάνουν δυο, τρεις, πέντε μες την οικογένεια. Καταλάβαινε ότι ήταν και τυχερός που δεν έπρεπε να θάψει με τα χέρια του τα παιδιά του...
Η μάνα του. Που πας ρε μάνα... Γυρνάω τον κόσμο να τους σώζω, κι εσύ μ’αφήνεις? Τι σκατά γιατρός είμαι αν δε μπορώ να κρατήσω τη ζωή κόντρα στην αρρώστεια και τ’ατυχήματα? Τις θεομηνίες, τις καταστροφές, τους πολέμους... Τι νόημα έχει να σώζω έναν, όταν δεκάδες πεθαίνουν το επόμενο λεπτό...
Ξαφνικά το Φυστίκειο του φαινόταν Παράδεισος – και μεμιάς ήθελε να είναι για λίγο ένας απο τους άλλους «εκείνους», τους «μέσα», με το σινεμά τους και το μαγικό “erase”...
Αφιερωμένο στα 18 παιδιά με τα 23 μυαλά, που οι απλές μέρες τους είναι πιο δύσκολες από τις χειρότερες δικές μας, αλλά και οι ζωές τους πιο λεβεντόκαρδες από τις καλύτερες δικές μας...Νά’ στε καλά, σας ευχαριστώ για το μάθημα...
Aphrodite said... in nikosdimou.blogspot, Post "O τρελός με τα πουλιά", o2.05.06
Kαι για να μην ξεχνιόμαστε, Medecins Sans Frontieres general info , MSF Greece.