Ψευδώνυμο: Ο Φερετζές του Blogger
(όχι της υπηρεσίας ντε!)
(όχι της υπηρεσίας ντε!)
1. Εδώ μέσα.
Είμαστε λοιπόν ανώνυμοι... Ετσι όπως είναι τα πράγματα, στη συντριπτική πλειονότητα μόνο με nickname μπορεί να εμφανιστεί κανείς στο δίχτυ και να εκφραστεί αληθινά. Και να είναι όσο ηρωϊκός, σωστός, βαθύς, ποιητικός, στοχαστικός, αμφισβητίας θέλει. Η ακόμη και να ειρωνευτεί, να πειράξει μυαλά, να κάνει παιχνίδια, ν’αλλάξει φύλο, εθνικότητα, να γδυθεί τους ρόλους του και να φανερώσει μιαν άλλη πλευρά του, ακόμη και κακοήθη. Που όμως είναι κι αυτή αληθινή... Οσο άσπρος θές, όσο μαύρος θές. Κι όλο το ουράνιο τόξο ενδιάμεσα. Οι «επώνυμοι» ρισκάρουν τον παθό τους τον τάραχο κάθε μέρα. Ποοολλή δουλειά!
Για μας τους υπόλοιπους, οι αλήθειες μας κυκλοφορούν με στολή και μάσκα... «Τι θα ντυθείς τις Απόκριες?» «Spiderman». «Τι θα ντυθείς στον Blogger.com?» «Ψευδώνυμο».
Αυτό που έτσι ή αλλιώς αναβλύζει, το βγάζεις βόλτα χωρίς λουράκι: «άκου με Κόσμεεεεε!». Με περιτύλιγμα όμως «μη βαράτε» και κορδελάκι «δημοκρατικά δικαιώματα». Για να μη μπορεί να στην πει ο καθένας που θα διαφωνεί. Βέβαια στη λέει. Φυσικά στη λέει (εδώ τη λέει στους επώνυμα θαρραλέους, εμάς δεν θα...). Κι αν είναι κάνα καρφί που ανάβει τα αίματα και στο τέλος you save face, όλα οκ. Glory to your nick, έξτρα κανονάκια.
Κάνεις και το κομμάτι σου, ξεδιπλώνοντας γνώσεις που ούτε ο ίδιος ήξερες ότι διαθέτεις (νά’ναι καλά η wiki). Στο τέλος γνωρίζεσαι και (πιο) προσωπικά μαζί του. Τον χάνεις ίσως από σχολιαστή (αφού ξημεροβραδιάζεστε στο μεσσεντζέρι). Αλλά αφουγκράζεσαι, καθώς είσαι στις κούνιες ψηλά-ψηλά στην τέντα του τσίρκου, και με κλειστά μάτια νιώθεις το δίχτυ ασφαλείας από κάτω σου. Για ό,τι ακροβατικό θα κάνεις αργότερα, ζόρικο, επηρμένο, ανορθόδοξο. Το πολύ πολύ να κάνεις γκελ στο δίχτυ και να σκάσεις στην στρογγυλή πίστα. Ε, δεν πειράζει, και το να τους κάνεις να γελούν είναι πολύτιμο, ίσως περισσότερο από το να ονειρεύονται...
Αν όμως δυσκολέψει το πράγμα και αρχίσει η διαστρέβλωση? Η ειρωνία? Ο χλευασμός? Η αντιπαλότητα μόνο και μόνο για να σε κουρδίζουν? Ωωω, τότε αλλάζει: από το να βαριέσαι να ασχοληθείς μαζί τους μέχρι να βγαίνεις εκτός εαυτού. Κάθε τσίγλισμα και ξεχνάς το ότι το παιχνίδι λέγεται «ομιλούσες περσόνες» κι όχι «αληθινοί εαυτοί».
Αλλά δε γίνεται. Κάθε τι που γράφεις έχει και κάτι αυτοαναφορικό. Κι όσο γράφεις, τόσο βγαίνουν τα πιο σώψυχά σου. Μακροβούτι στο εικονικό πλαίσιο. Το νικ σου έχει ταυτιστεί με σένα, η απεμπλοκή θολή. Κι εσύ διαφανεύεις με κάθε σου σχόλιο, με κάθε σου post.
Μαγκιά σου.
Και μεταξύ κατεργαρέων, ειλικρίνεια. Διαφάνεμα. Πλησίασμα, έστω και με τις πέτρες. Και δώσ’του λίγο ακόμα. Χώρο, χρόνο, υλικό. Αγριο πράγμα!
Κι αν τελικά γίνει η στραβή και σε ξεράσει το σύστημα? Κι ο άλλος μπήκε, σου ξήλωσε και τις σωβρακοραφές κι έφυγε? Απλό, τον ξερνάς κι εσύ και λήγει αβίαστα-αβασάνιστα, ραντεβού στον χώρο σας... Ωωωχ, έχουμε και δουλειές («Ναι, την Σελίνα παρακαλώ για σήμερα»). Πάντα η ζωή θα σε ρουφήξει σε αυτό που ξέρει να κάνει καλά: να σε ζει. Θες δε θες.
Αλλά με τους άλλους, τους εντελώς «εκτός» τι γίνεται? Τους εγείροντες πρόποσιν στην πάσης φύσεως χειραγωγικήν ελεγτικήν του διχτιού, μ? Περίμενες να σ’αφήσουν ν’αλωνίζεις για πολύ? Κάποια στιγμή θα σε έφταναν, ακόμη και για άσχετο λόγο, καμμία σχέση με τα ανοιγμένα στο τραπέζι. Και μόνο που είσαι στο τραπέζι δηλαδή, ενοχλεί.
Οπότε αν δεν σε σταματήσουν άμεσα, ταχυδακτυλουργεύουν ένα σωρό technicalities για να φέρεις αντικρυστά τους δύο σου καρπούς. Το κόσμημα με το κλειδάκι για τον αρραβώνα σας, είναι θέμα χρόνου. Τραβάνε και μια δυνατή στα καπούλια της ζωής σου και ξεχύνεται τ’αλόγατο. Κρατήσου απ’τη σέλλα και περίμενε πότε θα τα φτύσει, να πατήσεις πάλι χώμα. Κρατήσουουου...
Ολα γύρω Μπάχαλο.
2. Εκεί έξω.
Εσύ στο γραφείο σου, στη δουλειά σου. Γρανάζι στο σύνολο. Κι ο «ΓΓΓ» (Γενικότερος Γενικός Γ*μάω) να είσαι, αναλώσιμος και γρανάζι – οκ, μεγαλούτσικο. Εκεί υπηρετείς κάτι πολύ μεγαλύτερο από σένα και την όποια προσπάθεια θα καταβάλλεις σόλο ποτέ σου. Και για να μην υπάρχουν ντράβαλα, ως εξάρτημα μηχανισμού έχεις αριθμό παρτίδας και ημερομηνία κατασκευής. Το «κανονικό σου» όνομα. «Με λένε Γιάννη και είμαι καλά-μια» (ψαρέματος ή καβαλήματος, αναλόγως καιρού).
Οπότε μέχρι και η τελευταία σου κίνηση, προσφορά και συμμετοχή έχει καταγραφεί για tracking purposes. Μια αόρατη καρτέλα για το τι ανταλλακτικό είσαι, πού και πώς μπορείς να είσαι χρήσιμος. Ονομαστικά. Μάκη, Τάκη, Σούλα, κατσαριδάκια μου γλυκά.
Ε, μη τυχόν κι εκμαυλίσεις το (όποιο) προϊόν. Και φυσικά για να σου έρχονται express και συστημένα τα καρότα των απολαβών σου. Το ότι το «προϊόν» -μαζί ως σύστημα και απτή πραγματικότητα- σου πηδάει τη ζωή, α, αυτό δεν είναι εκμαυλισμός! Αυτοπροσδιορισμός είναι. Πρόοδος! Καταξίωση!
Εξαγοράσιμη με όλα τα όνειρα που δεν θα κυνηγήσεις ποτέ. Γιατί είσαι ο Τάδε του Τάδε, δικαιούχος με το ζόρι όλων των απλών και συνάμα των προνομιούχων μετοχών του προηγούμενου στη σειρά ονόματος. Και μερικών ακόμη, άλλων ανταλλακτικών με ονοματεπώνυμο. Γρανάζι από την κούνια ως το νεκροκρέβατο – και είναι δυνατόν ως τέτοιο να λες τις αλήθειες σου?
Οχι βέβαια! Εκεί χτίζεις πάνω στο «όνομα». «Αλέξανδρος, του Μενελάου και της Μαιρόπης». Που στην αρχή στο φοράνε με πολλή αγάπη και μπονμπονιέρες. Εσύ σιγά-σιγά κεντάς τους ρόλους σου ανάμεσα στα κενά που άφησαν οι προηγούμενοι. Μέχρι που η κλωστή να ζυγίζει περισσότερο από το ύφασμα. Και οι ρόλοι να ζυγίζουν περισσότερο από την ψυχή σου. Ποιά ειλικρίνεια, ποιά ψέμματα, κιμάς όλα στο βωμό του καθαρού ονόματος. «Α, ο κυρ-Νιόνιος, ο Καλύτερος Πρόεδρας που πέρασε ποτέ απ’το χωριό!». «Με το κούτελο καθαρό», μετάφραση: «με τη συμμόρφωση παντιέρα».
Ε, όσο νά’ναι, έχει ευθύνη ο αριθμός παρτίδας. Γιατί φαίνεται ποιός τα σκάτωσε την δύσκολη ώρα. Ποιός είναι ο βρωμύλος στη σειρά με τα σιδερωμένα στρατιωτάκια. Και ποιός οφείλει να πειθαρχεί και να προετοιμάζει τους επόμενους. Τους επώνυμους κι αυτούς επόμενους...
Ολα γύρω Τακτοποίηση.
Μήπως τελικά μας σφύριξαν λάθος agenda? Μήπως αντί της Χάρτας Ελευθερίας, μας έδωσαν σημειώσεις (από πολύγραφο) ενός χάρτη για terra incognita? Πώς καταντήσαμε να είναι παρεξηγήσιμο ή τρομακτικό ή επικίνδυνο να λέμε τις αλήθειες μας ως άνθρωποι, με το όνομα που μας έδωσαν μέχρι τη λήξη μας? Κάνει να κρύβεται η αλήθεια? Μα τι αλήθεια είναι τότε? Κι αν δεν μπορεί να βγει να μιλήσει από μέσα μας όπως ρέει στο μυαλό μας, να τον βράσω τον πλανήτη μας!
Και αυτόν της virtual reality («Γλουπ, φτου! Πωπωωω ρε συ, η μπύρα που φτιάχνουμε δεν πίνεται! Ωπ! Κύριε Μπαρδούμπαση, ελάτε να δείτε τα κα-τα-πλη-κτι-κά αποτελέσματα του γευσιγνωστικού ελέγχου!»). Κι ακόμη περισσότερο, της real virtuality («Ναι, γουστάρω αυτό που σε φρικάρει, αλλά για να μη μου κάψεις το σπίτι, θα στο σερβίρω με χαρτοσακούλα στο κεφάλι»).
Οταν συμφωνούμε με κάποιον φοράμε ψευδώνυμο? Οχι ε? Εμ, δε χρειάζεται... Μας καλοδέχεται και επίκειται και κέρασμα. Κολλάμε ο ένας στα κομμάτια του άλλου, μπας και συμπληρωθεί το puzzle το αληθινόν. It’s a wonderful world!
Οταν όμως διαφωνούμε? Πώς θα φιλτράρουμε την κόντρα μας, ακόμη και την καλυμένη, ώστε να μην έχουμε παρατράγουδα? Να γλυτώσουμε τις συνέπειες της γνώμης μας? Πώς θα οχυρωθούμε να βγάλουμε σουλάτσο όλο το μοβόρικο που μας πνίγει, χωρίς να πνιγούμε εμείς στο αίμα (μας)?... Μα, απλούστατα, ζώντας αγνωστοφανώς!
Α ρε ματάκια μου, τι κόσμος είναι αυτός που το μέσα-μέσα «είναι» σου θέλει και κουρτινάκι, ενώ μόνο το έξω-έξω «δίνε» σου στα καθημερινά μικρά αντέχει το προβόλι? Θα έπρεπε να ντρεπόμαστε που δεν έχουμε το σθένος να αναγνωρίζουμε στον άλλον το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφρασή του. Ενώ δεχόμαστε (βόλεμα? αδράνεια? κρυφή ζήλεια?) το πυροβολείν κατά βούλησιν... Pow!
Δεν μιλώ βέβαια για ελευθερία μέχρι ασυδοσίας, να εξηγούμαι. Ούτε έως βλάβης του άλλου, όποιας μορφής. Μην τρελλαθούμε κιόλας! Θέλει όμως κότσια να υποστηρίξεις την πραγματικότητά σου με fair play, all ethics intact, και να την βγάλεις να αναμετρηθεί με 6.5 δις άλλες. Και θέλει πραγματικά cojones να μπορείς να χειριστείς την πραγματικότητα του διπλανού όταν στην πετάει πάνω σου με φόρα. Κι ένα nick τελικά είναι σκέτο σελοτέηπ για το κάταγμα... Δε λύνει, δε γιατρεύει, δείχνεις ότι κάτι κάνεις, δεν μενεις αμέτοχος. Μα καθυστερεί το να δεις το πρόβλημα κατάφατσα .
Ενα άλλοθι για να είμαστε αυτό που δεν τολμάμε. Αυτό που έμεινε μετά από κάθε φορά που ενδώσαμε. Αυτό που μας συγκρατεί από την παράκρουση για κάθε φορά που πειθαρχήσαμε. Και τα ονόματά μας? ΧΑ! Υλικό για τον Χρυσό Οδηγό του καλού Παγκόσμιου Χωριάτη. Αφερεγγυότητα με τη βούλα (παίρνεις όρκο για το τι κρύβει στα μύχιά της η Διευθύντρια, αν δεν τσεκάρεις το τι προτιμά ότνα δεν την βλέπει κανείς? Πήγαινε ας πούμε ν’ανοίξεις τον σκληρό της να δεις τι κατεβάζει από το internet). Εχει η ψυχή ταυτότητα και ΑΦΜ? Ελάτε τώρα...
Θά’θελα νά’βλεπα τι θα γινόταν αν για μια βδομάδα αφήναμε το ονοματεπώνυμο και ζούσαμε, εργαζόμασταν, μιλούσαμε, φλερτάραμε, αγαπούσαμε σαν την περσόνα μας εδώ μέσα. Το δημοσιονομικό έλλειμα θα εκτινασσόταν σε δυσθώρητα ύψη, αλλά το βράδυ θα αποκοιμιόμασταν με buzz κι ένα χαμόγελο από αυτί σε αυτί... Η θα κατασκευάζαμε μολότωφ με πυρετώδεις ρυθμούς. Πάντως θα ήταν η πρώτη στιγμή που θα φαινόταν το πώς το καθαρό, ενστικτώδικο ζώο μέσα μας συναντιέται με το κατεργασμένο, ανήσυχο πλην όμως θέσμιο πνεύμα μας...
Θα το αντέχαμε? Αλήθεια στα μούτρα? Και να μην τολμήσει κανείς επίθεση παρά συνύπαρξη προς ένα πιο πολιτισμένο «εμπρός»?
Μπααα...
Κάταγμα.
Συντριπτικό.
Ελα, κερνάω προκαταβολικά σελοτέηπ.
;)
(Με λένε Αφροδίτη, και νομίζετε πως είμαι καλά?!)