Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2006

Αμλετ & Μικρή Γοργόνα

Ο Αμλετ και η Μικρή Γοργόνα...



Σκηνή σε μια τεράστια αίθουσα-βεστιάριο – είναι αστείο, αλλά δεν έχει ακριβώς τοίχους, παρά περιβάλλεται από μια αχλύ και αιωρείται (στο κενό? στ’αστέρια?). Κοστούμια παντού, φώτα, καθρέφτες, κόσμος μπαινοβγαίνει, αν τους προσέξει κανείς είναι ήρωες από παραμύθια, ταινίες, κόμικς και παλιές ιστορίες...

Κανείς δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία αν η Σταχτοπούτα π.χ. δένει τις αρβύλες της και σιγουρεύει το μαχαίρι της κάτω από τα φουρώ, ή αν ο Spiderman κυκλοφορεί με τη μάσκα και κόκκινο στρινγκάκι...

Πλησιάζουμε, ξύλινος πάγκος ανάμεσα σε τρέηλερς από ρούχα, καθιστοί ένας ιδρωμένος «πρίγκηπας» και μια μπουγελωμένη «γοργόνα». Περίεργη αντίθεση, ο ένας ντυμένος φουλ, ή άλλη καθόλου. Καθόλου περίεργη αρμονία όμως, νειάτα που βγάζουν μάτι! Μόνο σε κατάσταση... αποσύνθεσης και οι δύο, λιώμα στην κούραση.



Πρίγκηψ: Ωωωωωωχ τα πόδια μου...

Γοργόνα: Εμένα ακόμη πονάει η μέση μου, ο φυσικοθεραπευτής δεν κάνει δουλειά.. Τι να κάνει θα μου πεις, ολημερίς κι οληνυχτίς σκευρωμένη και καμπούρα, να αγναντεύω τα πέλαγα μην και χάσω ψάρι... (απλώνει λίγη after-sun lotion στο σώμα της, στρώνει τα ανασηκωμένα λέπια της στη μέση).

Π (ψιλογελώντας): Ελα ρε, μην παραπονιέσαι, εσύ έχεις γίνει πρώτη φίρμα, σύμβολο ολόκληρης χώρας, τι να πω κι εγώ, μ@λ@κα με ανεβάζουνε, χέστη με κατεβάζουνε, το καλσόν μου έλειπε και το κρανίο...

Γ: Εχεις δίκιο μωρέ Αμλέτο μου-

Π: ΕΙΠΑΜΕ, ΑΜΛΕΤ! Ούτε Αμλέτος, ούτε Τυρολέτος, ούτε Περικλέτος, τά’χουμε πει-

Γ (τον αγκαλιάζει σκύβοντας ελαφρά): Ελα μωρό μου, οκ, οκ, σσσσσς, πλακίτσα σου έκανα, να σου τρίψω λίγο τα πόδια?

Π: (μαλακώνει) Κι ολόκληρο να με τρίψεις, δε νομίζω ότι θα βγάλω από πάνω μου τόση κούραση! Κάθε τρεις και λίγο να με ανεβάζουνε και να με παίζουνε τόσοι και τόσοι, με τόσες παραλλαγές, ερμηνείες, στολές, σκηνικά, περούκες και και και... Δως του να μιλάω, να ξιφομαχώ, να σκοτώνω, να σκοτώνομαι... (ξεφυσάει)

Γ: Θυμάσαι με τον Λαέρτη, που είχε βουτήξει την άκρη του ξίφους σε LSD και σ’έκανε να τη γλύψεις στις κουίντες? Που έχασες το στοίχημα με ποιόν τραβιότανε η Κοκκινοσκουφίτσα? (γελάει)


Π: Και πού να το φανταζόμουνα... (Γέλια που δυναμώνουν), η Κοκκινοσκουφίτσα με τον Rudolf the Red-Nosed Reindeer… Γι’αυτό άναβε η μύτη του όλο κόκκινη, ρε τον μπαγάσα! (σκάνε στα γέλια). Πωπω, άσε, ρεζίλι έγινε ο θίασος μπροστά στην βασιλομήτορα που είχα γίνει λιάδα! Εγώ τριπάρισα, αυτοί το κάνανε σώου!

Γ: Εμ, έτσι είναι... Πού να καταλάβουν αυτοί από τέτοια, πού να πάει το μυαλό τους στο τόσο σχετικό «εδώ» και «τώρα»... Δεν πειράζει, και τόσα που καταλαβαίνουνε, πάλι χάλια τα κάνουνε, οπότε καλύτερα, δεν μπορουν να το σηκώσουν ακόμη...


Π: Καλά ρε παιδάκι μου, απορώ, δεν πάει το μυαλό τους πουθενά όταν συμβαίνουν όλα αυτά τα αλλόκοτα? Προχτές εξηγούσε μια καθηγήτρια στους φοιτητές της για τη σχέση μου με τον Κλαύδιο, και μπήκα κι έκατσα στο μπροστινό έδρανο ντυμένος μικρό γουρουνάκι, με τον Geriatric ανά χείρας-

Γ: Πήρες και το κρανίο μαζί? Και δεν σου έριξε καντήλια που το κουβάλαγες? (γέλια)

Π: Ναι, τά’παιξε λίγο ο γέρος, αλλά τον γύρισα ανάποδα, έβγαλα τη μασέλα, τον γέμισα με τα ποντίκια του άλλου του τρελλού, του γίγαντα μωρέ, με τον αυλό. Και τον κράταγαν ζεστό τον Geriatric από μέσα, τον γαργαλούσαν και λίγο, εντάξει...

Γ: Και η καθηγήτρια, δεν τά’παιξε?

Π: Τι να τα παίξει μωρέ, πρέπει να το παίζουνε cool, μην τους πάρουν οι φοιτητές τον αέρα γιατί τους την κάψανε τη Σχολή, οπότε... Ξυλάγγουρο η καθηγήτρια, σήκωνα και το χέρι μου και απαντούσα, μαρτύριο κανονικό! Τι τους είπα ότι βασικά ήμουν ερωτευμένος με τον Κλαύδιο, τι ότι ευχαρίστως οργανώνω ερωτησο-τέννις με Rose και Guild, τι ότι βασικά αυτά τα ποντίκια μέσα στο αναποδογυρισμένο κρανίο είναι οι 12 μαγεμένες πριγκήπισσες, και μπορούμε να φωνάξουμε και το τζίνι να οργανώσουμε ένα πάρτυ, να φέρει και τους 40 κλέφτες, τίποτα!

Γ (σκασμένη στα γέλια):Και τι έγινε τελικά?


Π (κι αυτός γελώντας): Ε, τι να γίνει, όλα τα άντεξε η γυναίκα, αλλά όταν τα ποντίκια αρχίσαν να έχουν αποσχιστικές τάσεις, ούρλιαξε μέχρι απέναντι! Οπότε της το έπαιξα θυμωμένος, τα μάζεψα τα ποντίκια, τα πήρα... στο κρανίο κι έφυγα!

Γ (σχεδόν με αναφυλλητά από το γέλιο): Και οι φοιτητές τι έκαναν?

Π: Τι να κάνουν, τα είχαν χαμένα...


Γ: Τι να πω κι εγώ, όλη μέρα πρωί-βράδυ, βρέξει χιονίσει, εκειειειειεί εγώ, εμπλοκήηηηη! Και να έχω κι όλον το κόσμο να μου στήνεται και να με τραβάει φωτογραφίες, ευτυχώς που τους έχω γυρισμένο τον πισινό και δεν έχω στραβωθεί ακόμη από τα φλας! Τους καννίβαλους! Αλλά σήμερα κόντεψα να καρφωθώ, ήταν κάτι κωλόπαιδα που μού’ριχναν νομίσματα... Τι με πέρασαν μωρέ, τη Fontana di Trevi μην τους πω τίποτα?

Π: Πονάνε τα νομίσματα, ε?

Γ: Πονάνε λέει, καρούμπαλα έχω βγάλει... Ασε που κάθε τρεις και λίγο, κάποια γιαγιά αρχίζει το παραμύθι-μύθι-μύθι, και νά’σου να πεταχτώ, μην χάσει το πιτσιρίκι κάνα ροχαλητό... Και να καρπαζωνόμαστε με κείνο το ξεϊγκλωτο, την Ariel μωρέ...


Π: Ποιό, το σιλικονούχο με το μαλλί-κουβέρτα και την καψούρα με τον άλλον τον γκαγκάουα? Το καρτούνι μου λες τώρα? (πάλι γέλια)

Γ: Ναι μωρέ, και δώς του«φώναξε εμένα», «οχι, εμένα φώναξε», να μαλλιοτραβιόμαστε και κάτι να ψυχανεμίζεται η γριά... Μια αλκοολικιά γιαγιά μια φορά τά’παιξε στα μισά του παραμυθιού, δεν ήξερε αν είναι από τη σούρα ή αν τρελλάθηκε τελικά και πήγαινε να βρει τον Δημιουργό- ΜΕΓΑΛΗΗΧΑΡΗΤΟΥ! (γέλια)

Π: ΚΥΡΙΕΛΕΗΣΟΝΕΙΡΗΝΗΥΜΙΝΑΜΗΝ! (ξαναγέλια!)

Γ: Σήμερα λέω να ντυθώ Lara Croft με κράνος από ιριζέ λέπια, να κάνω κάνα ντου, βαρέθηκα μωρέ Αμλετίνο μου....

Π: (την αγκαλιάζει τρυφερά, την κοιτάζει στα μάτια, χαμηλώνει τη φωνή) Τι θα κάνω εγώ με σένα μικρή μου? (το βλέμμα του χαϊδεύει το κορμί της).

Γ: Τι θα κάνεις μωρέ, απολέπιση.... (γελάκι) Τίποτα, είπαμε, τη γοργόνα ούτε να την τηγανίσεις μπορείς, ούτε να την γα...ργαλήσεις (πικρό χαμόγελο)... Ετσι θα πάμε εμείς... Παράλληλα...

Π: Καμμιά συμφωνία μωρέ δεν μπορείς να κάνεις?

Γ: Τι, και να μείνω μουγκοθόδωρος? Οχι μωρό μου, αυτά δεν γίνονται, ούτε στα παραμύθια!

Π: Γιατί, χωρίς φωνή... ψαρώνεις? Δε μπορείς να τους τουμπάρεις όλους εσύ άμα το θέλεις, με ένα σου κούνημα γοφού?

Γ: Βαριέμαι να περιμένω από το γοφό, κουράστηκα πια... Ξεγοφιάστηκα, το κολοσυμβόλαιο μου το διαπραγματεύτηκε εκείνος ο χαζο-δικηγόρος και τώρα τον έφαγε ο Δράκος, πού να κάνω άλλο... Γι’αυτό σου λέω, με το στόμα βάρα-βάρα-

Π: Κι ο γοφός μια... κουλαμάρα! Ν’αλλάξεις με κανέναν?

Γ: Α, όχι αγάπη μου, το να είσαι θηλυκό έχει τέτοια δύναμη που δεν συγκρίνεται, δεν γίνεται, πώς το λένε...

Π: Ναι, αλλά για να τρέχετε ξωπίσω μας, κάποιο μέλι έχουμε κι εμείς... (πονηρό χαμογελάκι)

Γ: Απλώς έχει πολύ γέλιο να σας βλέπουμε να τρώτε τα μούτρα σας και να το παίζετε αντράκια, αυτό είναι όλο!

Από μακρυά ακούγεται μια φωνή που όλο δυναμώνει «Κόκκινη κλωστή δεμένη...».


Γ: (τον φιλάει πεταχτά) Ελα baby, σ’αφήνω, κάτσε να κάνω άλλη μια παλαβομάρα, θα κάνω τον Hulk με κόκκινο μαλλί και ουρά, κι άμα δω το παρτσακλό, θα ρευτώ πάνω της να ησυχάσουμε!

Π: ΟΚ μωρό, give them hell, έχω κι εγώ παράσταση και μετά διανομή και μετά ανάλυση και και και.... Λέω να πάρω τον Παπουτσωμένο Γάτο για Φάντασμα, με τα μπιμπλίκια του, να κάνει πίου-πίου και να εξαφανίζεται, στην ψύχρα να συνδέεται με τον μισό πλανήτη, να σέρνει ξωπίσω του και καμμιά χιλιάδα ταμένους, να γίνει τζέρτζελο...

Γ: (ξανά φιλί) Πότε θα τα πούμε, μακρυά από αυτήν την τρέλλα (αναστενάζει)

Π: (την μυρίζει στα μαλλιά, της χαϊδεύει την ουρά) Πήγαινε τώρα, θα δούμε πότε... Κι αν εκεί μέσα είναι χειρότερα?


Γ: Λες?

Π: Λέω!

Γ: Οκ, bye….

Π: "O, from this time forth,
My thoughts be bloody, or be nothing worth!"

(βαθύ φιλί)


Βye...!

Αυλαία!

Aphrodite said... στο http://www.doncat.blogspot.com/, post "Όψεις της Δανίας", 15.09.06. Aν θέλετε αφήστε κι εσείς το σχόλιό σας εδώ.

(Εννοείται ότι εμείς τις λατρεύουμε τις καρτουνίστικες γοργόνες, και του Disney, και της μπλογκόσφαιρας,
αυτή ειδικά, ΠΟΛΥ!!!)