Summertime / Ella Fitzgerald & Louis Armstrong
Οποτε είναι μέρες με κάποια γιορτή, την ώρα που βάζω τις μικρές μου για ύπνο, αντί παραμύθια, ζητούν να τους πω κάτι από τα παιδικά μου χρόνια, πώς περνούσα εγώ τις ίδιες μέρες. Τις περισσότερες φορές τους διηγούμαι κάτι μεταξύ πραγματικότητας και παραμυθιού, με όλα τα... καλλολογικά στοιχεία αλλά και τα ηθικά διδάγματα της εποχής μου (λίγο μετά το 1821 δλδ). Χτες βράδυ λοιπόν, μου ζήτησαν να τους πω την πιο αγαπημένη μου Καθαρά Δευτέρα, και μου ήρθε αμέσως στο μυαλό πεντακάθαρη...
Μια βδομάδα πριν την Καθαρά Δευτέρα εκείνη, κάπου τέλη του '70, οι άντρες της οικογένειας -τρεις γενιές για την ακρίβεια- είχαν καταπιαστεί με την κατασκευή ενός χαρταετού σε... επαγγελματικό επίπεδο: ξυλουργικές εργασίες μέχρι να βγουν τα πηχάκια σωστά, μεζούρες για τους σπάγγους, ειδικό χαρτί πολυτελείας να μη σκίζεται, και ιεροτελεστία για τα ζύγια και το στόλισμα της ουράς. Εκεί ήταν το μόνο στάδιο στο οποίο με άφησαν να συμμετέχω, να βάλω λίγη από την «καλλιτεχνία» με τις μπογιές μου, την παντελώς ταπεινή πάντως μπροστά στην... αστροναυπηγική που ετοίμαζαν εκείνοι.
Ακουσα κι όλες τις ιστορίες για τα παλιά τα χρόνια, που κολλούσαν τον χαρταετό με αλευρόκολλα και την έτρωγαν τα ποντίκια, ή τον άφηναν έξω να στεγνώσει και τον έκλεβαν παιδιά από άλλες γειτονιές. Και κυρίως για το πόσο μεγάλη υπόθεση και ζήτημα τιμής ήταν το να σηκωθεί το δικό σου δημιούργημα ψηλότερα απ’όλων των άλλων, γινόσουν ήρωας για τουλάχιστον ένα μήνα... Από μέσα μου ψιλοτρόμαζα με την εικόνα των ποντικιών να τρώνε σπάγγο και χαρτί, αλλά περηφανευόμουν που ο πατέρας μου όταν ήταν μικρός κρατούσε το ρεκόρ των υψηλότερων πεταγμάτων επί σειρά ετών στη γειτονιά. Ε, μα, ο πατέρας μας, μπορούσε να μην είναι ήρωας?
Για το πέταγμα του χαρταετού λοιπόν, μας πήρε ο πατέρας μου εκείνη την Καθαρά Δευτέρα με το αυτοκίνητο, δίνοντας άδεια στον σωφέρ (μεγάλη υπόθεση ν’ασχοληθεί μαζί μας ολόκληρη αργία και να μην είναι στο γραφείο) και πήγαμε στην παραλία του Ελληνικού. Τότε ακόμη ήταν παραλία κι όχι αυτό το ημι-εκτρωματικό πλιάτσικο που ξέρουμε σήμερα.
Κατεβήκαμε και θυμάμαι τον ήλιο να με τυφλώνει στα μάτια, και τη μάνα μου από πίσω με τις προμήθειες, ένα κάρο λιχουδιές, να φάμε πριν αρχίσει το παιχνίδι – κι ας περίμενε το μεσημεριανό, δεν πειράζει (γιούπυ, ούτε η μαμά κανόνες σήμερα, θα μας έδινε και όση σοκολάτα υγείας θέλαμε, κι ας χαλούσε τα δόντια, τι ευτυχία ήταν αυτή!). Με στένευαν όλα τα κασκώλ και σκουφιά και κουκούλες και μπότες, αλλά ήταν τόση η χαρά μου που το υπέμενα το βασανιστήριο ευχαρίστως.
Αρχισαν ο πατέρας μου με τον μεγάλο μου αδερφό να τρέχουν μέχρι να σηκωθεί ο χαρταετός κι ευτυχώς φυσούσε τόσο που σηκώθηκε αμέσως χωρίς να τους ταλαιπωρήσει πολύ. Λέω ευτυχώς γιατί δεν άντεχα την αναμονή, ήθελα να κρατήσω κι εγώ το σκοινί του, το είχα κερδίσει το δικαίωμα με τόσο ωραία κορδελλάκια και ζύγια που είχα ζωγραφίσει σε τσιγαρόχαρτο και είχα βάψει τα χέρια μου τόσα βράδυα μέχρι τους αγκώνες. Βέβαια κόντεψα να τον ρίξω, γιατί τα μικρά μου χέρια δεν άντεχαν την αντίσταση του αετού, κι ερχόταν ο πατέρας να γείρει πάνω μου, να μου τυλίξει τα χέρια για να συγκρατούμε μαζί τον χαρταετό και να ξεκαρδιζόμαστε...
Κάποια στιγμή, πήγαινε τόσο ψηλά, που πήρε φόρα ο πατέρας κι αποφάσισε να προσθέσουμε και την εφεδρική καλούμπα, και γιατί όχι, και την τρίτη, οπότε στο τέλος δέσαμε ό,τι σκοινί υπήρχε στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου. Ο χαρταετός δεν φαινόταν σχεδόν, πετούσε πια σαν μικρή τελείτσα στον ουρανό... Η μητέρα μου γελούσε, καθισμένη σε πλιαν πολυθρονάκι παραλίας και ο αδερφός μου ετοιμαζόταν για το πώς θα περιέγραφε το τόσο πετυχημένο πέταγμα την άλλη μέρα στα βουτυρόπαιδα στο σχολείο.
Εκεί που χαζεύαμε και λέγαμε να τον αφήσουμε λίγο να «ξεκουραστεί» μπας και μαζευτούμε (αλλά εμείς τα παιδιά φυσικά πούουου!), έρχεται περπατώντας στα πετραδάκια της παραλίας (ακόμη θυμάμαι το "χρρρρτς, χρρρρτς" των ποδιών του) ένας κύριος με γυαλιά με τεράστιο μαύρο σκελετό, γκρι παντελόνι, γαλάζιο πουκάμισο και μαύρη νομίζω γραβάτα, εμφανώς αγχωμένος και να δείχνει ότι κρυώνει (όλοι φορούσαν παλτό, από πού ερχόταν αυτός?). Πλησιάζει τον πατέρα μου και του λέει:
«Σας παρακαλώ κατεβάστε τον χαρταετό σας γιατί τον βλέπουμε στα ραντάρ στον Πύργο Ελέγχου και μας παρεμποδίζετε στην προσγείωση των αεροπλάνων.»
ΠΩΣ?
Στη στιγμή γελάσαν και τα μουστάκια του πατέρα μου, ξετρελλάθηκε από τη χαρά του ο αδερφός μου, άρχισα να γελάω κι εγώ καταλαβαίνοντας πως μάλλον είχε γίνει κάτι πολύ σπουδαίο, σηκώθηκε κι η μητέρα μου να δει τι είχαμε σκαρώσει πάλι, και τελικά κατέβασε σιγά-σιγά και θριαμβευτικά ο μπαμπάς τον χαρταετό. Η καλούμπα έγινε θυμάμαι από οβάλ, ολοστρόγγυλη, τόσο σχοινί που είχε... Η μητέρα μου γέλασε με το που κατάλαβε τι παίχτηκε, τον κοίταξε μ’εκείνο το πολύ τρυφερό «τι έκανες πάλι παλιόπαιδό μου» βλέμμα της κι ήξερα ότι τον αγάπησε μια στάλα παραπάνω (αν κι αυτή τους η αγάπη συνεχώς ξεχείλιζε, δεν χώραγε πιο πάνω...)
Ο αετός μου φάνηκε τεράστιος όταν τελικά τον κατεβάσαμε. Γεμάτοι καμάρι για τον πατέρα μας που είχε φτιάξει έναν χαρταετό ικανό να πετάξει τόσο ψηλά που να γίνεται ένα με τα αεροπλάνα, μπήκαμε πάλι στο αυτοκίνητο για το δρόμο του γυρισμού. Ημουν σίγουρη ότι δεν υπήρχε καλύτερη οικογένεια από τη δική μας εκείνη τη στιγμή, και ότι οι γονείς μου ήταν οι καλύτεροι γονείς που μπορούσε να έχει ένα παιδί στον κόσμο όλο.
Το απόγευμα ξεκίνησε η διάδοση της ιστορίας σε φίλους και γνωστούς. Ο πατέρας μας να λέει «έλα, εντάξει, μην το κάνουμε και θέμα τώρα», αλλά να το φχαριστιέται, ο αδερφός μου να ξεπατικώνει χαρταετούς και διάφορα αεροπλανάκια να τα κολλήσει και να κάνει μόμπιλ και τελικά έβαλαν την ώρα που ετοιμαζόμασταν εμείς τα παιδιά για ύπνο, ένα από τα πολύ αγαπημένα τους τραγούδια, το "Summertime". Α, μεγαλειώδες συναίσθημα, ο κόσμος όλος δικός μου, ακούστε:
Summertime
And the livin’ is easy
Fish are jumpin’
And the cotton is high
You’re daddy’s rich
And your mom is good lookin’
So hush little baby
Don’t you cry
One of these mornings
You’re gonna rise up singing
Then you spread your wings
And fly to the sky
But till the mornin’
There’s nothing can harm you
With mama and daddy
Standing by…
Τελικά δε μπόρεσα να την αποτελειώσω την διήγηση στις κόρες μου, κι ευτυχώς που πρόλαβαν κι αποκοιμήθηκαν... Με πονάει ο χρόνος που γλυστράει τόσο γρήγορα, με πονάει που δεν θα είναι κι ο πατέρας μου εδώ να χαίρεται και να καμαρώνει τις εγγονές του. Nα δει ότι όλα αυτά που έκανε θα τα περάσω στις μικρές κι εγώ, να αισθανθεί δυό φορές δικαιωμένος, τόσο που έλειπε στη δουλειά και δεν μας χαιρόταν. Ακόμη και πριν φύγει για το μεγάλο του ταξίδι, πάλι δεν μας χάρηκε μπες-βγες τόσα χρόνια με την υγεία του...
Δεν ξέρω πότε μπορείς να μιλήσεις στα παιδιά σου για τους γονείς σου long after they are gone, χωρίς κόμπο στο λαιμό και δάκρυα, αλλά σίγουρα δεν είμαι ακόμη εκεί. Και γι αυτό και δεν μπορώ μέχρι στιγμής να πετάξω χαρταετό με τα παιδιά μας, όλη η οικογένεια μαζί. Μένω σπίτι.
Ολος ο κόσμος έξω γιορτάζει Κούλουμα, χαρές, πανηγύρια, χορτάτος από Απόκριες, κι εγώ έχω το μικρό εσωτερικό μου μνημόσουνο – που όμως με κάνει να είμαι ευγνώμων για το ότι τουλάχιστον υπήρξαν και κάποιες τόσο όμορφες στιγμές να έχω να θυμάμαι. Με τέτοιες κρατιέμαι και πορεύομαι και ξεχνάω το πόσο στραβά πήγαν μετά τόσα πολλά πράγματα. Και δε μπόρεσα που να πάρει να τα εξομαλύνω ποτέ ανάμεσά μας. Τώρα πάει.
Ελπίζω μόνο κάποτε οι Καθαρές μου οι Δευτέρες να μην πονάνε τόσο πολύ.