Αναδημοσιεύω αυτούσιο το κείμενο του Αρη Δαβαράκη από το blog του- λέει ό,τι σκέφτομαι, αλλά είμαι πολύ σοκαρισμένη για να βάλω σε λέξεις και να τις προφέρω... ΦΡΙΚΗ!!!! Σιχαίνομαι, τρελλαίνομαι, ντρέπομαι, εξαγριώνομαι, φρικιώ. Και μόνο που σκέφτομαι τι ποινή τους αξίζει, με σιχαίνομαι κι εμένα. Τα παιδάκια δεν τολμώ να τα σκεφτώ, αισθάνομαι τόσο μα τόσο βρώμικη, αφού συγγενεύω ως είδος με αυτά τα ΚΤΗΝΗ!
"Δεν είναι τώρα αυτή συζήτηση για τέτοιες μέρες γιορτινές, αλλά απ΄την άλλη άμα σκέφτομαι πως τα θύματα είναι παιδιά, με πιάνει κάτι σαν λύσσα, ένας θυμός που θα μπορούσε άνετα να εκτονωθεί με αίμα. Θα τούς σκότωνα φοβάμαι μάλλον εύκολα τούς “πελάτες” της μητέρας που πήγαινε το επτάχρονο, εννιάχρονο, δεκάχρονο παιδί της μαζί με παιδιά αλλωνών γονιών και τα γαμούσανε 87άρηδες και παπάδες, τ΄αλυσοδένανε, τα βασανίζανε, τ΄αφήνανε μερόνυχτα νηστικά η τα ταϊζανε με το ζόρι τροφές ξυνισμένες και σάπιες. Ναί. Τα είδα (ή μάλλον τ΄ακούσα ευτυχώς, δεν είχε εικόνα κανένα κανάλι) στις ειδήσεις.
Μάλιστα επειδή έλπιζα να υπήρχε κάποια υπερβολή στα πιό εμπορικά δελτία τών οχτώ, κάθησα κι΄είδα την Μαρία Χούκλη στίς εννιά. Είναι πιό ψύχραιμη, ελέγχει πιό πολύ την είδηση, προσπαθεί όσο μπορεί να υποβαθμίσει τίς υπερβολές και να κρατήσει την “είδηση” όσο πιό γυμνή γίνεται. Την εκτιμώ και ξέρω πώς προσέχει τη δουλειά της.
Δεν είναι μόνο που τρόμαξα και αναστατώθηκα πολύ με το ίδιο το γεγονός, τόσο που ξέρω πως θα κοιμηθώ πάλι απόψε το βράδυ -σε στάση εμβρύου. Μια μάνα; Τα παιδιά της; Και όλοι αυτοί οι πελάτες που πληρώνανε λέει απο 50 έως 300 ευρώ για να βασανίσουνε και να γαμήσουνε απο μπρός, απο πίσω, απ΄το στόμα ένα μικρό παιδί; Να το αλυσοδένουνε, να τού φοράνε περιλαίμια όπως βάζουμε στούς σκύλους, να το δένουνε με σύρματα και δερμάτινα λουριά, να το χτυπάνε. Και όλ΄αυτά σε μια κοινωνία πάλι “κλειστή”, λέει το ρεπορτάζ, που σίγουρα πολλά είχε καταλάβει και, πάλι, δεν μιλούσε, πάλι είχε καταχωνιάσει το αποτρόπαιο στο υπόγειο της ψυχής και της κοινής ζωής στη γειτονιά, πολύ βαθειά, κουκουλωμένο όσο γίνεται περισσότερο.
Παιδάκια. Μικρά παιδάκια. Απο πέντε ή έξη χρονών τόβγαλε στη “δουλειά” η μάννα με τον 45χρονο σήμερα “πατρυιό” το παιδάκι της. Και πήγε και βρήκε κι΄άλλα παιδάκια για να επεκτείνει την κερδοφόρα της επιχείρηση. Κι΄ο ένας πελάτης ήτανε 87 χρονών το σίχαμα, 87 χρονών με τόνα πόδι στον τάφο, τυλιγμένος εν ζωή με την πιό μαύρη μπέρτα του θανάτου, να του τρέχουνε τα σάλια πάνω στα μαγουλάκια ενός παιδιού που έκλαιγε και φώναζε και πονούσε και βασανιζότανε.
Κι΄ένας παπάς που απ΄ότι κατάλαβα, αν κατάλαβα καλά, πρέπει να είναι και νεός στην ηλικία, γιατί ο ρασοφόρος που έβγαλε η Ζαχαρέα νομίζω (ή η Μαρία ήτανε, δεν είμαι σίγουρος) είπε οτι “γι΄αυτό η εκκλησία μας λέει να μη χειροτονούνε ιερέα όποιον νεαρό βρούνε μπροστά τους οι Ιεράρχες, νάναι τουλάχιστον 25 ή 30 χρονών πρίν γίνει παπάς”. Λές και είναι εκεί το ζήτημα, πόσο χρονώ ήτανε αυτό το σκουλήκι.
Τι “ήτανε;”. Είναι. Ζεί. Είναι ζωντανός και μάλλον είναι σπίτι του και κάποια στιγμή θα δικαστεί και θα πάρει μια ποινή γι΄αυτό που έκανε, δέκα χρόνα, δεκαπέντε, είκοσι, ισόβια - που ποτέ δεν είναι ισόβια. Στη φυλακή δεν θα του μιλάει κανείς και όλοι θα τον φτύνουνε αλλά σάμπως έχει πιά σημασία; Δεν ήταν μόνο αυτοί, ο παπάς και ο γέρος, αυτούς ξεχώρισε, απολύτως φυσικά, το “μάτι” της άμεσης επικαιρότητας. Αλλα σου λέει είχε τζίρο η επιχείρηση, είχε πελατεία.
Είναι δηλαδή πολλοί, αρκετοί, κάποιες δεκάδες ή εκατοντάδες άνθρωποι, ξέρω γώ, είκοσι, τριάντα, σαράντα,εκατόν σαράντα άνθρωποι που δώσανε το πενηντάρικο ή το τρακοσάρι και απολαύσανε στα σκοτεινά αυτή την γεύση απο την Κόλαση, δαίμονες κανονικοί, κατοικημένοι απο τον διάβολο τον ίδιο που εγω ούτε να τον ονοματίζω δεν θέλω πιστεύοντας οτι έτσι τον ακυρώνω - αλλά, νάτος Χριστουγεννιάτικα, εμφανίστηκε πάλι μπροστά μας, εδω δίπλα, στο Ιλιον, μια περιοχή τής Αθήνας, ένα κομμάτι δικό μας που συνορεύει με την Πετρούπολη, το Καματερό, τούς Αγίους Αναργύρους, το Περιστέρι.
Σάρκα απο τη σάρκα μας δηλαδή, εδώ, στα Δυτικά μας προάστεια, όχι σ΄ένα χωριό στίς Φιλιππίνες ή κάπου πολύ μακρυά, τέρμα στη Νότια Αφρική, στην Ναμίμπια, την Μποτσουάνα, την Ζιμπάμπουε, την Μοζαμβίκη ή το Ουαϊόμιγκ, δεν ξέρω, το Λός Αντζελες. Εδώ, δυό βήματα απο μάς. Ανθρωποι πούχουμε μπεί στο ίδιο λεωφορείο ή διπλή μίσθωση στο ταξί κάποια στιγμή, έχουμε βρεθεί στο ίδιο γήπεδο, στον ίδιο αγώνα ή την ίδια συναυλία, ψηφίζουμε το ίδιο κόμμα, τούς έχουμε πουλήσει κάτι ή έχουμε κάτι αγοράσει απ΄αυτούς. Και το χειρότερο - ο Θεός, ξέρω, για κάποιο λόγο μας το υποδυκνείει κι΄αυτό - έχουμε πάρει αντίδωρο απ΄του ενός το χέρι αν έτυχε να εκκλησιαστούμε κάπου εκεί γύρω ή όπου λειτουργούσε ο δαίμονας μέσα στο Ιερό.
Με πιάνει φρίκη, συγχωρέστε με. Ενας πωλητής σε κάποιο πολυκατάστημα ή ένας υδραυλικός που μας έφτιαξε το θερμοσίφωνα. Ενας απ΄αυτούς, ενας απο εμάς δηλαδή, ήτανε ο “πελάτης”. Μπορεί να ήπια εσπρέσσο στο καφέ όπου δούλευε γκαρσόνι και να του άφησα και 30 λεπτά πουρμπουάρ. Μπορεί να είναι αυτός που μου πούλησε το κουνουπίδι στη λαϊκή, ή ένας μεσήλικας ηχολήπτης σε κάποιον απο τούς ραδιοφωνικούς σταθμούς οπου έχω δουλέψει, ο κλειδαράς ή ο σουβλατζής ή ο υπάλληλος της Τράπεζας όπου μου βάζουν το μισθό μου. Ο διπλανός μου, ο συνάνθρωπός μου, αυτός που η επιστήμη λέει οτι δεν διαφέρει απο μένα κι΄απο σένα σε τίποτα, οτι είμαστε ίδιοι. Ενενήντα εννέα τοίς εκατό ίδιοι.
Και ένα τοίς εκατό, λιγότερο απο ένα τοίς εκατό, ένας τοίς χιλίοις, διαφορετικοί.
Και αυτό το ένα τοίς χιλίοις της διαφοράς, το ένα στο εκατομμύριο λέω εγω χοντρικά, μάς κάνει τόσο διαφορετικούς; Να βασανίζεις παιδιά, να τα χτυπάς, να τα γαμάς, να βλέπεις το αίμα και τα δάκρυα, ν΄ακούς τίς κραυγές και να τη βρίσκεις; Να πληρώνεις γι¨αυτή την “ηδονή”; Να υπάρχει μάννα που εννιά μήνες κουβαλούσε στην κοιλιά της μέσα ένα θαύμα, μια καινούργια ζωή, ένα τόσο δα πραγματάκι που βγήκε ανάμεσα απ΄τα πόδια της κλαίγοντας και το πήρε αγκαλιά και το θήλασε, να υπάρχει μάννα τέτοια εδω δίπλα μας, δυό βήματα, στην διπλανή πολυκατοικία, μπορεί και στον ίδιο όροφο, που πέντε-έξη χρόνια αργότερα τόδωσε αυτό το πλάσμα σ΄έναν “πελάτη” να το τρυπήσει με το πέος του και να το πληγώσει ανεπανόρθωτα, να τρέξει αίμα πολύ, φαντάζεστε πόσο, φαντάζεστε τα ουρλιαχτά, την οδύνη, τον αβάσταχτο σωματικό πόνο.
Ενα παιδάκι, το παιδάκι της και μετά κι΄άλλα παιδάκια, άλλων μανάδων. Το ξέρανε κι΄αυτές, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ενα παιδί το ντύνεις, το πλένεις, πλένεις τα ρούχα του, το βλέπεις γυμνό, βλέπεις τα αίματα, τίς πληγές, τα λερωμένα ρούχα, τα σημάδια απ΄τίς αλυσίδες και τα σκοινιά, απο το ξύλο, τα χαστούκια, τίς κλωτσιές. Τα βλέπεις όλ΄αυτά και δεν είσαι μόνη σπίτι, έχεις και άντρα και πεθερά ίσως και μάννα και αδερφή ή αδερφό ή φίλη κολλητή που τάχει δεί. Και όλοι αυτοί τάχουνε κουβεντιάσει αυτά που έχουνε δεί, ψυθιριστά, στο μπακάλικο, στο κινητό, στο θυρωρείο, στο κομμωτήριο, στο καφενείο (ή το “Cafe” πιά, της αναβαθμισμένης γειτονιάς). Το ήξερε κόσμος και κοσμάκης αυτό που γινότανε και δεν πήγε κανείς να το καταγγείλει κάπου. Στο “Χαμόγελο του Παιδιού” κάτι ξέρανε απ΄οτι κατάλαβα απ΄τον εκπρόσωπο τους στην τηλεόραση. Κάτι τούς είχαν ψυθιρίσει, αλλά για “κακοποίηση ανηλίκου”, όχι για τέτοιο κακό βέβαια.
Ισως νάναι ο θυμός αλλά εγω τούς θεωρώ συνένοχους, ένοχους εννοώ, στον ίδιο βαθμό με τούς εγκληματίες, όλους όσους κάτι ήξεραν για βασανισμό έστω κάποιου, έστω ΕΝΟΣ παιδιού ΜΙΑ φορά, και δεν πήγαν κατ΄ευθείαν να το καταγγείλουν. Κάπου. Στην αστυνομία. Στην τηλεόραση. Στίς μη κυβερνητικές που δραστηριοποιούνται βοηθώντας παιδιά. Στο “Χαμόγελο του παιδιού”. Στίς άλλες οργανώσεις που ασχολούνται με ανήλικους που έχουν προβλήματα. Στην εκκλησία. Στον Δήμαρχο. Στον βοηθό του Δημάρχου. Σ΄έναν Δημοτικό σύμβουλο. Τόσος κόσμος ήταν εκεί γύρω, έγινε πολλές φορές αυτό το πράγμα, πολλές φορές, πολλά παιδιά, πολλοί “πελάτες”, πολλοί “γειτόνοι” και “συγκάτοικοι” και συγγενείς που έτυχε κάτι να πάρει τ΄αυτί τους, τόση αιμοραγία είχε το παιδί, δεν το πήγαν στο νοσοκομείο, δεν φωνάξανε γιατρό, κάτι δεν υποψιάστηκε ο φαρμακοποιός, ο δάσκαλος στο σχολείο δεν είδε τίς πληγές, δεν είδε τα σημάδια απο το αίμα;
Αυτός είναι ο Χριστός στον Σταυρό, αυτά τα παιδάκια και όλοι οι βασανισμένοι του κολασμένου τούτου κόσμου. Κάνω τον σταυρο μου, τι άλλο να κάνω. Και βαθειά μέσ’ στην ψυχή μου ψυθιρίζω με απόλυτη επίγνωση πως αυτά τα παιδιά είναι ο Χριστός που θα γεννηθεί σε δέκα μέρες.
Χριστέ μου - τα Πάθη Σου.
Αυτό μόνο μπορώ να πώ."